Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Η Κριτσωτοπούλα



Ο Μιχάλης Διαλλινάς ή ΔΙΑΛΛΙΝΟΜΙΧΑΛΗΣ ήταν ένας Λαϊκός ποιητής της ανατολικής Κρήτης κατάφερε να μιλήσει στην ψύχη του Κρητικού παραθέτοντας πολλά λαογραφικά , κοινωνικά ,ιστορικά και γλωσσολογικά στοιχεία στα ποιήματα του ("Ποιήματα" 1909 "Κριτσωτοπούλα"1912 " Άπαντα" 1927) αυτό που αγαπήθηκε περισσότερο ήταν η Κριτσωτοπούλα ήταν από τα πρώτα ποιήματα που διάβασα όταν ήμουν μικρός και θυμάμαι ότι μου είχε κάνει εντύπωση το δημοσιεύω εδώ γιατί πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο.






Λίγα λόγια για το θέμα του : Μέσα στο αντάρτικο σώμα του Καπετάν Καζάνη υπήρχε και ένας με το όνομα Σπανομανώλης . Είχε έρθει από την Κριτσά γιατί είχε σκοτώσει ,όπως έλεγε, ένα γιανίτσαρο. Ο Σπανομανώλης αυτός δεν ήταν άλλο από την Ροδάνθη την κόρη του Πρωτόπαπα από την Κριτσά . Ένας γιανίτσαρος της ρίχτηκε να την ατιμάση. Η ηρωική κοπέλα άρπαξε το μαχαίρι του γιανίτσαρου και του το κάρφωσε στο στήθος . Γρήγορα του έβγαλε τα ρούχα του ντύθηκε, πήρε τα όπλα του και βγήκε στα Λασιθιώτικα βουνά και ζήτησε να γίνει δεκτή στο αντάρτικο του Καζανομανώλη. Κανένας δεν κατάλαβε πως ήταν γυναίκα και σαν είπε , πως σκότωσε τον Χουρσίτ ένα βρωμερό γιανίτσαρο του Χουμεριάκου τον δέχτηκαν. Και επειδή δεν είχε γένια την παρονόμιασαν Σπανομανώλη. Η Ροδάνθη έμεινε έτσι άγνωστη στο αντάρτικο σώμα του Καζανομανώλη , ως τα 1823 , που πληγώθηκε θανάσιμα σε μια μάχη στο στήθος . Τότε και μόνο έμαθαν οι σύντροφοι της πως , ο ηρωικός Σπανομανώλης ήταν γυναίκα και μάλιστα η παπαδοπούλα Ροδάνθη.

"Πήρε ο Μανώλης μια σπαθιά στα τιμημένα στήθια ,
ήλθε ο καιρός πια για να βγει στα φανερά η αλήθεια."





Η Κριτσωτοπούλα


Μιαν ομιλία θα σας πω λαμπρή κι εκτεταμένη,
όπου η Ιστορία μας την είχε σκεπασμένη,
μα 'γω την ανακάλυψα, ένας Βιαννίτης γέρως
μου την εδιηγήθηκε το περασμένο θέρος.
Είνε διαμάντι ατίμητο κρυμμένο μες στο χώμα,
που λαμπηρότερο απ' αυτό, άλλο δεν βρέθ' ακόμα.
Που μέσα εις ταις φωτειναίς κι ηλιόλαμπρες τ' ακτίνες,
φαίνονται μέρες σκοτεινές να λάμπουνε κι εκείνες.
Το πήρα και κοπίασα για να το καθαρίσω
κι εις τη καινούργια γενεά, χάρισμα να τ' αφίσω.
Κι ακούσατε παρακαλώ, όλοι, μικροί μεγάλοι
με προσοχή μεγάλη.







Α'

Κατά τα είκοσι και εν του χίλια οχτακόσα
μέσα στην Επανάστασιν του Έθνους τη μεγάλη
που δεν μπορούσε Χριστιανού να ομιλήση γλώσσα
κι οπού πουλούσαν τους Ρωμηούς οι Τούρκοι, τρεις το ριάλι.
Στου Μεραμβέλλου 'να χωριό, Κριτσά το ονομάζαν,
ιδίως δε, το έλεγαν οι Τούρκοι "Κλεφτοχώρι",
οπού οι ξένοι πετεινοί ποτέ σ' αυτό δεν κράζαν
και κάθε Τούρκου τ' άλογο εκεί δεν επροχώρει.
Γιατ' είχεν άνδρας ορεινούς και σκληραγωγημένους
που δεν ψηφούσαν τους εχθρούς αν ήσαν και χιλιάδες.
Εύρωστους, με γερή καρδιά, περίσσα ανδρειωμένους
κι οι Τούρκοι απ' το φθόνο τους τους λέγαν "κλεφταράδες".
Μωρ' τί λεβέντικα κορμιά έβλεπες εις τους δρόμους
με της μανίκες της πλατειαίς και κάτασπρα γελέκια
με πέτσαις εις την κεφαλή και στα στιβάνια δόμους,
όλους τους νέους της Κριτσάς με φορεσιά Ρωμαίκια.
Ωσάν αδέλφια όλοι των ήσαν αγαπημένοι
και πήγαιναν στην Εκκλησιά καθ' εορτής ημέρα
και να διασκεδάζουνε πάλι ομονοιασμένοι
επήγαιναν στου "Καθαρού" τον καθαρόν αέρα,
που οι Τούρκοι για να παν' εκεί δεν έπερναν τον κόπο
κι εζούσαν μέρες 'λεύθερες στο σκλαβωμένο τόπο.
Ένας καδής μια φορά μονάχα είχε πάει
κι εβάστα τα κιτάπια του να τους καθοδηγήση,
όμως δεν άργησεν η γη ν' ανοίξη να τον φάη,
με τα κιτάπια του μαζύ να τον καταβροχθήση.
Χατζής Βελής ελέγετο από το Χουμεριάκο
κι έκτοτε τ' ονομάζουνε "εις του καδή το λάκο".
Κατόπιν οι Οθωμανοί για να εκδικηθούνε,
όλο το μέρος έβαλαν τζαρέ για να πληρώνη
όπου το αίμα του καδή με αυτόν να πληρωθούνε.
Έτσι 'σαν της Γενιτσαριάς οι μαυρισμένοι χρόνοι!




Β'

Από τους άνδρας τ' ήσανε θα δήτε κι η γυναίκες,
νοικοκεράδες, ώμορφες, καθαροενδυμένες
με κούδες βενετσάνικες και φορεσιές Ρωμαίαις
και στη καρδιά Χριστιανές, σαν άνδρες ανδρειωμένες.
Καθαριότη έκτακτον στα σπίτια των βαστούσαν,
εκόβανε κι εράβανε μόναι το φόρεμά των,
εκλώθανε, εφαίνανε και πέτσες εκεντούσαν
κι έκαναν μ' ευχαρίστησι τη κάθε μια δουλειά των.
Μ' ότι φορέματα 'βαναν μονάχες των τα 'φαιναν
και στη Φραγγιά, σα σήμερα, χρήματα δεν εστέλναν.
Έβλεπες κόρες νόστιμες με νάζι και γλυκάδα,
σαν περδικούλες πλουμιστές κι ομορφοπερπατούσαν
και φυσική στα μάγουλα είχαν την κοκκινάδα,
που όλοι τους εχαίροντο εκεί που ταις θωρούσαν.
Δεν έβαζαν σαν σήμερα, τα φράγγικα στολίδια,
ούτε επασαλείφοντο στο πρόσωπο φτιασίδια.
Μα κάθ' αθώα κι εύμορφη Κριτσωτοπούλα κόρη,
ένα σωφόρι κόκκινο και στρουφικτό εφόρει.
Για κοντογούνια σέρνανε τότε τους μπαχριέδες,
όπου με τέχνη περισσή και τέλεια 'σαν ραμμένοι.
Τρεις δίπλες εφορούσανε φλωριά και μαχμουτιέδες,
η κάθε μια σαν ήθελε στην Εκκλησιά πηγαίνει.
Ταις χάραις και ταις καλλοναίς, που είχανε εκείνοι,
άντρες γυναίκες και παιδιά, για να σας παραστήσω
δε θα μπορέσω παντελώς, και δι' αυτό ας μείνη.
Τα ανωτέρω φθάνουνε και τα λοιπά θ' αφίσω
στη φαντασία καθενός και μόνος του ας κρίνη,
από τα προηγούμενα, τί ήσανε εκείνοι
Κριτσώται και Κριτσώτισσες κι αν δεν καταλαβαίνει
τότε και να του πω εγώ, οι κόποι παν χαμένοι.




Γ'

Να, όπως μέσα στο χρυσό, λάμπουνε τα διαμάντια,
και στα μεγαλοπέρβολα, τα μυρισμένα άνθη,
Έτσι εδιακρίνετο με τα μεγάλα μάτια
η κόρη του πρωτόπαππα, η ξακουστή Ροδάνθη.
Να παραστήσω δεν μπορώ την τόση της γλυκάδα
το λιγερόν της το κορμί, ταις χάραις ταις μεγάλαις.
Σαν πήγαινε στην εκκλησιά όμοιαζε με φεργάδα
και σαν βαρκούλες μπρος σ' αυτήν εφαίνοντο η άλλαις.
Ένας φιλλέλην Μόσχοβος την είχενε βαπτίσει,
πού 'τυχεν από τη Κριτσά μια μέρα να περάσει
γιατί επεριόδευε σ' Ανατολή και Δύσι,
κι επήγε στου πρωτόπαππα το σπίτι να πλαγιάση,
μα κατά θείαν σύμπτωσιν εκείνη την ημέρα
έτυχε η μητέρα της δια να τηνε γεννήση.
Κι ως τώκουσε ο Μόσχοβος λέγει στην πρεσβυτέρα
κι εις τον παππά πως το παιδί αν θέλουν να βαπτίση.
Σαν έγινε οκτώ μερώ πράγματι το βαπτίζει
και λέγει στο πατέρα του κρυφά την ίδια μέρα.
-"Ο κάθε εις ανάδοχος οφείλει να χαρίζει
κάτι στο νεοφώτιστο, λοιπόν φέρε τη χέρα",
και του μετράει εκατό χρυσά ναπολεόνια,
με εντολή την κόρη του μ' αυτά να εκπαιδεύση.
Πράγματι που 'σαν σπάνια μέσα σ' αυτά τα χρόνια
κι αν θέλη κι άλλα μη ντραπή πάλι να του γυρεύση.
-"Πάρε τα μ' ευχαρίστησι, απ' της καρδιάς τα βάθη,
δια τούτη τη νεοφώτιστη κόρη σου, τη Ροδάνθη,
θέλω να γίνη Χριστιανή καλή και ζηλεμμένη,
και τους κινδύνους ν' αψηφά, που σήμερο τραβάτε,
να μάθη γράμματα μ' αυτά, στην εκκλησιά να πηαίνη
και μένα που την βάπτισα αν θέλη ας ενθυμάται".
Τα πήρε ο πρωτόπαππας χωρίς να ομιλήση
απ' την πολλή συγκίνησι βουβάθηκε το στόμα
κι ετρέχανε απ' τα μάτια του τα δάκρυα σα βρύσι
και παρ' ολίγον έπεφτε χάμαι στης γης το χώμα.


Δ'


Σαν έγινε πέντε χρονών αυτή η παινεμένη
την πήρε ο πατέρας της χωρίς καιρό να χάνη
και την επήγε στη Μονή, που λεν' Φανερωμένη,
για να τη μάθη γράμματα, δασκάλα να την κάνη.
Εις την Φανερωμέν' αυτή είνε ένα μοναστήρι
που το δεκαπενταύγουστο γίνεται πανηγύρι.
Ήτον εκεί ένας παππάς εγγράμματος και ξένος
σεβάσμιος, ενάρετος, γέρων πεπαιδευμένος.
Σ' αυτόν κρυφά οι Χριστιανοί, εστέλναν τα παιδιά των,
να μάθουν λίγα γράμματα να κάνουν τη δουλειά των.
Γιατί δεν επιτρέπανε οι μαύροι χρόνοι εκείνοι,
διδάσκαλος στο φανερό ο Χριστιανός να γίνη.
Δεν υμπορούσαν γράμματα να μάθουν τα παιδιά των
μόνο κρυφά καμιά φορά στα μοναστήρια μέσα
παππάδες τα διαβάζανε τα 'κλησιαστικά των.
Φοβούνταν των Γενίτσαρων και των Τουρκών τα φέσα.
Κι εκείνος πούτον τυχερός να μάθη τ' "Ανθολόι"
να λέει και το "εν παντί καιρώ" μες από το Ρωλόι
και το "άσπιλε κι αμόλυντε" χερουβικό να ψάλλη
ήτανε πρώτος δάσκαλος κι είχε τιμή μεγάλη.
Σα να φορή ασημωτό στη μέση καλαμάρι
όποια πλουσία κι εύμορφη κοπέλλα 'θελε πάρει.
Και η Ροδάνθη το λοιπόν εκεί πέρα πηγαίνει
δια να μάθη γράμματα να γίνη μορφωμένη.
Δυο-τρία χρόνια έμεινε σ' αυτό το μοναστήρι
ώστε που εσυνήθειζε να μάθη να διαβάζη,
να λέει τον Απόστολο, νερό το Ψαλητήρι
και πρόσθεσι κι αφαίρεσι δια να λογαριάζη.
Έτον εξ άλλου έξυπνη αυτή η κορασίδα
κι ένεκα τούτου ο παππάς που 'τον διδάσκαλός της,
την δίδαξε τι θα ειπή Πίστις και τί Πατρίδα
και να ελπίζει πάντοτε στον εύσπλαχνον Θεόν της.

Κατόπιν ο πατέρας της πηγαίνει και την παίρνει,
περίχαρος και γελαστός κι εις τη Κριτσά την φέρνει.
Την κύτταζε κι είχε χαρά, αμέτρητη μεγάλη,
γιατί του έστειλε ο Θεός κόρη ροδοπλασμένη
και την επεριχαίροντο όλοι, μικροί μεγάλοι
κι όλοι την αγαπούσανε και συγγενείς και ξένοι.
Η μάννα της την κύτταζε και από τη χαρά της,
έπιπταν απ' τα μάτια της τα δάκρυα σαν άνθη
και σπλαχνικά τσ' αρμήνευε τη κάθε μια δουλειά της,
γιατί δεν είχ' άλλο παιδί μονάχα την Ροδάνθη.
Της έμαθε κάθε δουλειά, να κλώθη, να υφαίνη,
να μαγειρεύη, να κεντά, να κλώθη να λευκαίνη.
Κι αυτή σαν κόρη έξυπνη σε λίγες εβδομάδες,
έγινε πρώτη του χωριού μες στης νοικοκεράδες.







Ε'

Ένα πρωί σηκώνεται και κάνει το σταυρό της,
λίγο ψωμότυρό 'πηρε στη παχουλή της χέρα
και τώφαγε και έπειτα μπαίνει στον εργαλειό της
ήταν πολύ πασίχαρη εκείνη την ημέρα.
Κι αρχίνησε χαρούμενη να τραγουδή να 'φαίνη
και το τραγούδι το γλυκί αντίλαλος να παίρνη,
να το σκορπά εδώ κι εκεί κι απέξω όσοι περνούσαν
στέκουνταν με ευλάβειαν το άσμα κι εγροικούσαν.
Ενόμιζες πως έψαλλαν του ουρανού αγγέλοι,
και τα αηδόνια το γροικούν κι άφωνα έχουνε μείνει.
Μωρ' τί μελωδική φωνή σαν ζάχαρι και μέλι!
Κι όλοι ρωτούν με νόημα ποιά είνε τάχα εκείνη;
Με νόημα, να μη γενεί καμιά οχλαγωγία
και διακόψη προς στιγμήν τ' αγγελικό τραγούδι.
Και κατά νουν ελέγανε, μην είνε καμιά αγία,
ή Χερουβείμ, ή Σεραφείμ, ή τ' ουρανού αγγελούδι;
Γλυκειά σειρήνα Κρητικιά φτωχή Κριτσωτοπούλα,
μην τραγουδής τόσο γλυκά γιατί κι εσύ 'σαι δούλα!
Δεν ξεύρεις η πατρίδα μας πώς στο ζυγό στενάζει;
Μην δώση το τραγούδι σου λοιπόν καμιάν αιτία
για να χυθή το αίμα μας, για θάχης αμαρτία.




ΣΤ'

Στο Χουμεριάκο κάθητο τότε ένας Σαμπίτης,
ένας σκληρός Οθωμανός κι ελέγετο Χουρσίτης
και κατά τύχη στη Κριτσά είχε περιοδεία
κι ως πέρασε και άκουσε αυτή τη μελωδία
εστάθηκε τρομακτικός δεν ξέσυρε παρέκει,
γιατί το άσμα το γλυκύ που έψαλλ' η παρθένα
του κτύπησε την κεφαλή ωσάν αστροπελέκι.
Και λέγει στους συντρόφους του: -"Πέστε μου σεις εμένα,
ποιά είν' αυτή που έκλεψε των αηδονιών τη γλώσσα,
και μ' έκαμεν εξαφνικά κι έχασα το μυαλό μου;
Θε να μετρήσω δι' αυτήν όσα κι αν έχω γρόσα
σ' όποιον θα μου την έφερνεν μέσα στην αγκαλιά μου.
Πώς έτυχε ο άγγελος αυτός εδώ στη Κρήτη;
Τ' αηδόνι το χρυσόλαλο ποιός τώφερε 'δω πέρα
να με τρελάνη το φτωχό"; Κι αυτοί του λεν: "Χουρσίτη
αυτή 'ναι του πρωτόπαππα η μορφοθυγατέρα,
που δεν ευρίσκεται καμιά στα κάλλη να της μοιάζει".
Κι εκείνος, όσο του τα λεν, τόσο κι αναστενάζει.
Έφυγεν όμως παρευθύς δια να μην τους ενοιώσουν
τα παληκάρια της Κριτσάς και τους κατασκοτώσουν.

Εγύρισ' ο Χουρσίτ Αγάς το βράδυ στο χωριό του,
πεζεύει στο κονάκι του διά να ησυχάση,
φαγί του 'φέραν μα 'τανε πικρό το φαγητό του,
τη τραγουδήστρα δε μπορεί διόλου να τη ξεχάση.
Έπεσε για να κοιμηθή επάνω στο κρεβάτι
μα πού να κλείση μάτι;
Γιατί επάνω που 'θελε ο ύπνος να τον πέρνη,
της κόρης τη γλυκειά φωνή, το όνειρο του φέρνει.

Σηκώνεται πρωί-πρωί και λέγει στον Ομέρη
-το φίλο του το μπιστικό: -"Δουλειά 'χω να σε στείλω,
μον' ετοιμάσου γρήγορα γιατί έχω σεφέρι
και θα σε στείλω Ομέρ Αγά για ποιό καλό μου φίλο
και ποιό πιδέξιο κι έξυπνο για να τα καταφέρης,
θέλω την κόρη του παππά απ' τη Κριτσά να φέρης.
Την τραγουδήστρα την καλή, την αηδονολαλούσα,
γιατί σαν το τραγούδι της, τ' αφτιά μου δεν ακούσα.
Διάλεξ' αμέσως όσους θες από το καρακόλι
να πάτε να την φέρετε, θα πληρωθήτε όλοι.
Έπαρε τον Αλή Αγά και το Μαυροεμίνη,
τον Μουσταφά και το Ρετσέτ του Κουτσοχουσεΐνη,
το μεσημέρι στη Κριτσά όλοι σας να βρεθήτε,
ν' αρπάξετε την κοπελιά και πίσω 'υτύς να 'ρθήτε.
Στο δρόμο αν σας ερωτούν Τούρκοι, Ρωμηοί διαβάται,
πέστε τους στην Ιέραπετρα δουλειά 'χετε να πάτε.
Δε λέω περισσότερα πώς πρέπει να το κάνης,
εσύ γνωρίζης πειο καλά τερτίπια για να βγάνης.
Σας ξαναλέω μοναχά και να βεβαιωθήτε
πως άμα μου τη φέρετε θ' ακριβοπλερωθήτε".

Αναστενάζει ο Ομέρ και λέγει: -"Δεν θα πάω.
Δεν θέλω το κεφάλι μου μόνος μου να το φάω.
Εγώ να πάω δε κοτώ μέσα στο Κλεφτοχώρι,
για να σου φέρω του παππά την ξακουσμένη κόρη.
Γιατί ανέ το πάρουνε οι Χριστιανοί χαμπάρι,
ξανάστρουφα θα γδάρουνε το μαύρο μας τομάρι.
Κι εγώ δεν πέρνω άδικα ανθρώπους στο λαιμό μου,
γιατ' είδα πράγματα φρικτά απόψε στ' όνειρό μου".
-"Ομέρ ανέ στα όνειρα πραγματικώς πιστεύεις,
είνε το ίδιο στ' άχερα ψύλλους για να γυρεύης.
Μπάλες δεν σκιάχθης στη στεριά, στη θάλασσα μπουρλότο,
ορέ Ομέρ και σ' έλεγα για παληκάρι πρώτο,
εσύ που δεν φοβήθηκες τους Λιάπηδες της Μάνης
και σήμερα να φοβηθείς; Το σκέπτεσε τί κάνεις;
Ραγιάδες αξαρμάτωτους ο Τούρκος να φοβάται;
'Ενα γεράκι όρνιθες πρέπει να συλλογάται;
Αν εφοβήθης στέλνω γω άλλον αντί εσένα,
αλλά δεν θέλω να φορής τ' άρματα ντροπιασμένα".

Τα λόγια αυτά μες στην καρδιά εγγίσανε τ' Ομέρη
και λέγει στο Χουρσίτ Αγά: -"Προσκάλεσε τ' ασκέρι,
και τους λοιπούς Οθωμανούς που 'νε στο Μεραμβέλλο,
να ξεδιαλέξω απ' αυτούς είκοσι όποιους θέλω
και τεβέκελι ταρλαχά -στ' όνομα του Προφήτη-
να πα κτυπήσω στη Κριτσά εις του παππά το σπήτι,
να φέρω 'δω την κόρη του αλλ' αν δεν ειμπορέσω,
τουλάχιστον ως μάρτυρας -χεχίτης- θε να πέσω".
Ευθύς διατάσσει ο Χουρσίτ κι όλους τους Τούρκους φέρνει,
κι από τα νύχια ως την κορφή όλους τους αρματώνει.
Διαλέει ο Ομέρ τους πλια καλούς, αυτούς και μόνο πέρνει,
και στρέφουνε προς της Κριτσάς τα μέρη το τιμόνι.
Δεν ήξευραν που 'θελε παν και τί 'ταν η δουλειά των.
Μονάχα στη Κουτάραντο όταν εσωπατίσαν,
τους λέγει ο Ομέρ, Προσεκτικά να ήνε στ' αρματά των
γιατί θα πάνε στην Κριτσά ν' αρπάξουνε με λύσσαν,
την κόρη του πρωτόπαππα 'πο μέσα 'πο το σπήτι,
κατά το έμπρι του Αγά του ξακουστού Χουρσίτη.
Μάλιστα τους ανέπτυξε για να τους φανατίση,
ότι θα την τουρκέψουνε κι είνε μισθό -σεβάπι-,
και πως σ' αυτούς θε να δοθή μπόλικο το μπαξίσι,
γιατί της έχει ο Αγάς αμέτρητη αγάπη.
-"Μη λυπηθήτε τους Ρωμηούς! Κτυπάτε τους με τόση
σκληρότητα και απονηά! Και κάθε γιαταγάνι,
να κόβει αλύπητα Ρωμηούς ώστε ν' αποστομώση.
Ζώντας ο Τούρκος ναν' θεριό, χεχίτης να πεθάνη".
Φθάνουν εις του πρωτόπαππα το σπήτι και πεζεύουν,
χωρίς να πούνε κανενός οι σκύλοι τί γυρεύουν.
Κι η παπαδιά να τους ιδή εψύγη κι εμαράνθη:
-"Τί θέλετε;" τους ερωτά. -"Την κόρη σου Ροδάνθη",
με μια βραχνή κι άγρια φωνή της λέγει ο Ομέρης:
-"Την θέλει ο Χουρσίτ Αγάς, τρέξε να μας τη φέρεις".
-"Η κόρη μου; Δεν είνε 'δω". -"Σώπα!", της λέει. "Ψεύτρα,
την είδα 'γω που κρύφθηκε, τ' ακούς ορνιθοκλέφτρα";

Μπαίνουν ευθύς στην κάμερα πεντέξη και κυττάζουν
βρίσκουν την κόρ' ημιθανή κι αμέσως την αρπάζουν,
και τήνε φέρνουν του Ομέρ και λέγει της: -"Κοπέλλα,
ώρα δεν είν' να στολισθής, μον' όπως είσαι έλα,
γιατί σε θέλει ο Χουρσίτ, ευθύς, ευθύς να πάμε".
Η κόρη δεν του μίλησε γιατί απενεκρώθη,
μόνο η μάννα του 'πενε: -"Ομέρ Αγά μου κάνε
για το χατήρι του Θεού..." μα κείνος την απώθει.
-"Σώπα παλιογκιαούρισσα, γιαγουρτοβαπτισμένη,
την κόρη σου θα πάρουμε, δουλειά τελειωμένη,
το ίδιο είνε και να κλαις, το ίδιο να φωνάζης".
Και τότε ο Μπερμπελή Αγάς εις τον Ομέρη λέγει:
-"Ακόμη την παληορωμηά, ακόμη δεν την σφάζεις";
Η κόρη ξελιγώθηκε κι αρχίνισε να κλαίη.
Αρχίζει η μάννα της φωναίς και για να μη φωνάζη,
στα γόνατα της κόρης της ο Ομέρ Αγάς τη σφάζει.
Κι εις τη Ροδάνθη έλεγε: -"Ζήτησε την ευχή της",
με ένα βλέμμα ειρωνικό κι εσκούσεν απ' τα γέλοια,
"μη τη λυπάσαι κόρη μου, το 'φαγε το ψωμί της,
δεν κάνει, μόνο φόβητρο για τα πουλιά στ' αμπέλια".
Η κόρη λιποθύμησε να την ιδή σφαγμένη
και πέντε Τούρκοι την αρπούν ως ήτο νεκρωμένη
και σαν την εφορτώσανε βαμβάκι μες στο σάκο,
την εφορτώσαν να την παν' τ' Αγά στο Χουμεριάκο.
Σταις Τάπες έτυχε να είν' τοτ' οι Κριτσώται όλοι,
γυναίκες άνδρες, γενικώς, ακόμη και παιδία,
γιατί στην Ιεράπετρα πληγώθηκε με βόλι,
ένας καλός αγωνιστής και του 'καναν κηδεία.
Μα όταν εγυρίσανε το βράδυ στο χωριό των
και μάθαν τα καθέκαστα, της παππαδιάς το φόνο,
της κόρης της την αρπαγή, κάνουνε τον σταυρό των
κι εκυνηγούσαν τους εχθρούς, με θάρρος και με πόνον.
Ακόμα και Κριτσώτισσαι ακολουθούσαν τόσαι
και φτάνουν στη Κουτάραντο, πατείς με και πατώ σε.
Μα όταν στην Κουτάραντο ετούτοι 'χανε φθάσει,
αυτοί στον Ξηροπόταμο είχανε πλιά περάσει.
Και λυπημένοι ύστερα γυρίζουν στο χωριό των,
γιατί δεν επροκάμανε τον άτιμον εχθρόν των.
Στην εκκλησά επήγανε την παππαδιά κι εθάψαν
και μάτια δεν εμείνανε όπου να μην εκλάψαν.
Βάρδιες εστέσανε ευθύς στας καταλλήλους θέσεις
κι αυθημερόν εκόψανε με τον εχθρό τας σχέσεις.

Τρεχάτοι φθάνουν οι εχθροί, στο Χουμεριάκο πέρα
κι ολόγυμνη ο κάθε εις κρατούσε τη μαχαίρα
και σέρναν τη Ροδάνθη μας κλιτή και λυπημένη,
σαν μαραμένη ροδαρά, σα χώρα κουρσεμένη.
Και ως τους είδεν ο Χουρσίτ απ' την πολλή χαρά του
εις τον αγέρα άδειασεν αμέσως τ' άρματά του.
-"Γιαχιά!" φωνάζει (ζήσετε), "αλσάνια μου αγάδες,
πατιχιαμίς τσοκ γιασιασούν". (θάνατος στους ραγιάδες).
Και στον καθένα έδωσε και δώρα και μπαξίσια
αμέτρητα, περίσσια
και στέλνει τρεις χανούμισσες να πάρουν τη Ροδάνθη,
να τηνε περιποιηθούν ώστε να συνεφέρη,
γιατί απ' τη συγκίνηση και κούρασι και πάθη,
την ένοιωσεν ο άσπλαχνος πως ότι υποφέρει.
-"Αι Τουρκοπούλαι, πάρετε τη νέαν αδελφή σας,
γλυκύ καφέ της ψήσετε, σερμπέτι με το μέλι.
Δείξετε όλαι σας σ' αυτή, την περιποίησή σας
και δόστε της για φαγητό, ό,τι σας πει πως θέλει".
Και τον Ιμάμη διάταξε να πάει, μην αργήση,
κατά το Χεραάτι των να τη σαλαβαπτίση
και όταν οι θρησκευτικοί αυτοί θα γένουν τύποι,
και της Ροδάνθης της καλής θα της περάσ' η λύπη,
να πέψη τους Βεκίλιδες να κόψουν το καπίνι
και με το Έμπρι του Ραμπή τότε γαμβρός να γίνη.
Βλέπετε ήτο τυπικός στην κάθε μια δουλιά του,
γι' αυτό, ό,τι κι αν ήθελε στον κόσμο για να κάνη,
με τάξει πάντα το 'κανε κι εις τα θρησκευτικά του,
έκανε ότι έλεγε κι έγραφε τ' Αλκοράνι!

Πέρνουνε η χανούμισσες αμέσως την κοπέλλα,
με περιποίησες πολλαίς και τηνε παν' στο σπίτι.
Και κάθε μια χανούμισσα πασίχαρα εγέλα,
για να την ετοιμάσουνε νύφη για τον Χουρσίτη!
Μον' η παππαδοπούλα μας, που δεν εγέλα μόνο
είχε καμίνι στην καρδιά, λύπες, καϋμούς και πόνο.
Ό,τι κι αν της ελέγανε, αυτή δεν ωμιλούσε,
δεν ήξερεν αληθινά ή όνειρα θωρούσε.
Βγάνουν της τα φορέματα, εκείνα που φορούσε,
μπροστά της σπούνε τον σταυρό στο στήθος που βαστούσε
και βάνουσί της φερετζέ, στο πρόσωπο μιλάγια,
λούζουνε και το σώμα της μ' αρώματα καθάρια.
Χέρια και πόδια και μαλλιά, αμέσως χρωματίζουν,
με το θρησκευτικό κινά κι εν γένει τη στολίζουν,
με τα πολλά μαλακτικά, φλωριά και δακτυλίδια,
άπου το βράδυ θα γενή Τούρκα ξετελεμένη.
Για να τη κάμουν να γελά, κάνουν πολλά παιγνίδια,
μα όσο κι αν της ομιλούν αυτή πάντα σωπαίνει.
Εβράδυασεν ήτο καιρός ο γάμος πια να γίνη,
τα πάντα ήσαν έτοιμα, κομμένο το καπίνι.
Εις το Τζαμί παν' το γαμβρό ευθύς να προσκυνήση
και σαν αποπροσκύνησε οι Τούρκοι και κοπέλια,
η συνοδεία όλη των άρχισε να κινήση,
και Λαηλάχ εφώναζαν και ψάλλανε γαζέλια.
Στο σπίτι σαν εφθάσανε αρχίζει ν' απαγγέλη,
ένας Ιμάμης τυπικάς ευχάς απ' το Κοράνι
κι ύστερα αφίνουν τον Χουρσίτ μονάχο του οι φίλοι
και τονε πέρνει μια γρηά και σα γαμβρό τον βάνει.
Μένει η Ροδάνθη κι ο Χουρσίτ, ου δυό των σ' ένα σπήτι
και πάει για να της ριχθή, μ' αυτή λέγει: -"Χουρσίτη,
εγώ θα είμαι δια σε, σαν είσε συ για μένα,
μα με τη τάξι να γενή, θα πρέπει το καθένα.
Μη βιάζεσαι παρακαλώ, εγώ ειμ' εδική σου,
έβγαλε πρώτα τ' αργυρά ετούτα τ' άρματά σου
και τα λοιπά φορέματα με την υπομονή σου
και πέσε στο κρεβάτι σου, να 'ρθω στην αγκαλιά σου".

Βγάζει αμέσως το σκυλί ότι και αν εφόρει
και πέφτει στο κρεβάτι του και προσκαλεί την κόρη.
Μ' αυτή αμέσως χύνεται σα φοβερό λιοντάρι
και σύρνει το μαχαίρι του απ' τ' αργυρό θηκάρι
και το καρφώνει στου Χουρσίτ μια-δυο και τρεις, στο στήθος
κι απ' έξω διεσκέδαζε αμέριμνο το πλήθος!
Από τους πόνους ο Χουρσίτ κάνει να ξεφωνήση,
μα κείνη εν τω μεταξύ το στόμα του 'χε κλείση
και δόστου μόνο μαχαιριές στο στήθος επελέκα:
-"Όρσε" του λέγει, "άπιστε, που θες Ρωμηά γυναίκα"!
Κι εκεί που θε να έρεε αίμα της παρθενίας,
έτρεξε το φαρμακερό αίμα της Τυρανίας!
Σαν τον αποτελείωσεν η ανδρειωμένη κόρη,
βγάζει ευθύς τα νυφικά φορέματα που φόρει,
βάζει τα ρούχα του Χουρσίτ, ζώνετε τ' άρματά του
κι αυτός την ωνειρεύεται στον ύπνο του θανάτου!
Κι από μια πόρτα που 'διδε στο Μπέη το περιβόλι,
πιδέξα και σιγά-σιγά πηγαίνει και ανοίγει
κι ενώ στο πόρτεγο γλεντούν οι Γενιτσάροι όλοι,
χωρίς να την ιδή κανείς, κατόρθωσε να φύγει.
Σχίζει λαγκάδια και βουνά κι εκεί που επερνούσε,
δεν έλεγες πως περπατεί, μόνο πως επετούσε.

Στα Ζένια έφθασε, στον 'Αγιο Ιωάννη,
που οι Τούρκοι 'ταν αδύνατο να φθάσουν εκεί πέρα,
μπαίνει στο ξωμονάστηρο, την προσευχή της κάνει,
που την εγλύτωσ' ο Θεός εκείνη την εσπέρα.
Μπρος στ' 'Αγιο Βήμα τσ' εκκλησιάς με δάκρυ γονατίζει
και με πικρό παράπονο τέτοιας λογής αρχίζει:
-"Πανάχραντη παρθένα μου και Συ Εσταυρωμένε,
Βασίλισσα του ουρανού, Χριστέ μ' αγαπημένε,
οπού γνωρίζετε κι οι δυο του χωρισμού τον πόνο,
γιατί τον υποφέρατε και Σεις κάμποσο χρόνο,
ω Παναγιά μου που 'κλαυσες κι επόνεσ' η καρδιά σου,
σαν εσταυρώσαν τα σκυλιά τον μοναχόν Υιόν σου
και κρουνηδόν ετρέχανε τ' άχραντα δάκρυά Σου,
σαν είδες πάνω στον σταυρό την Ακριβή σου Γέννα,
τί έκαμα η άμοιρη; Τί σου 'φταιξα Παρθένα;
Κι ενώ τον κόσμο βοηθάς και νύκτα και ημέρα,
μένα μ' αφήκες ορφανή και με χωρίς μητέρα.
Γιατί αφήκες τα σκυλιά, τη μάννα μου να σφάξουν
και μες απ' την αγκάλη της τη μαύρη να μ' αρπάξουν;
Να πω τους Τούρκους αγαπάς; Ω δεν θα το πιστέψω,
μα κι έτσι να 'ν' εγώ ποτέ, ποτέ δε θα τουρκέψω.
Κι η ίδια Παναγία μου, να με παρακινήσης,
Τούρκα να γίνω, ουδέποτε, κι αν με ξαναβαφτίσης!
Συγχώρεσέ με Δέσποινα, τι λέω δεν γνωρίζω.
Συγχώρεσέ με Παναγιά, δώσε μου την υγειά μου,
βλέπω τη μάννα μου μπροστά κι έχασα τα μυαλά μου.
Τί έφταιξε η μάννα μου ή και εγώ Παρθένα";
Αυτά και άλλα έλεγε, με μάτια βουρκωμένα
και μετ' ολίγον αρχινά και ξαναλέγει πάλι,
με πλειό πικρό παράπονο και με φωνή μεγάλη:
-"Στήριγμα των Χριστιανών, Θεάνθρωπε, Χριστέ μου,
άχραντε Υιέ της Παναγιάς, Πανάγαθε Θεέ μου,
που έχυσες δια ημάς το άχραντό Σου αίμα
και φόρεσες στη κεφαλή εξ αγκαθών το στέμμα.
Τον κόσμον όλον βοηθάς, όμως εμένα μόνον,
υστέρησες τη μάννα μου χωρίς καμμιάν αιτία
και μ' άφησες να πνίγωμαι στου χωρισμού τον πόνον.
Τί έκαμα η άμοιρη, μην έκαμ' αμαρτία;
Χριστέ που ξεύρεις τί θα πη η γλύκα της μητέρας
που για να έχεις και εσύ Μητέρα, εγεννήθης
κι από Θεός Θεάνθρωπος έγινες λίγας μέρας,
την μάννα μου σαν έσφαξαν πώς δεν την ελυπήθης;
Χριστέ μου που σαν ήσουνα επάνω στο σταυρό σου,
σαν είδες τη Μητέρα σου αντίκρυ λυπημένη
του Ιωάννη φώναξες που 'λεγες αδελφό σου.
Όπως επίσης και αυτή την παραπονεμένη:
'Γύναι' της είπες, 'Να αυτός ο Υιός σου εδώ πέρα'.
Έπειτα λέγεις και σ' αυτόν: 'Έπαρε τη Μητέρα'.
Ω! Πώς για την Μητέρα σου εφρόντιζες και μόνο;
Για τας μητέρας μας Χριστέ δεν έχεις τάχα πόνο;
Θεέ μου, που έχει εις εσέ ο κάθε εις τα θάρρη,
εάν μας δίδεις βάσανα για να μας δοκιμάσης,
τουλάχιστον στην ορφανή μην αρνηθής μια χάρη,
Θεά μου σε παρακαλώ πολύ, μην το ξεχάσεις.
Κατάταξον τη μάννα μου εντός του Παραδείσου,
πιστεύω δεν θα τ' αρνηθή η σπλαγχνική ψυχή σου.
Δώσε εις τον πατέρα μου υπομονή μεγάλη
κι εις τας πληγάς του βάλσαμο και μια καρδιά 'π' ατσάλι.
Κι εμένα δώσε δύναμι και θάρρος να βαστάξω,
να 'κδικηθώ τη μάννα μου, Τούρκους πολλούς να σφάξω".

Αυτά και άλλα έλεγε με κλάμα και μ' αγώνα
οπού κι ο ίδιος ο Χριστός πολύ συνεκινήθη
κι εδάκρυσε της Παναγιάς η άχραντη εικόνα.
Κι έπειτα απ' τη συγκίνηση, λίγον απεκοιμήθη,
μα ξάφνου πάλι σκώνεται κι εδώ κι εκεί κυττάζει
και βαριαναστενάζει.
Και βγάνει το μαχαίρι της απ' τ' αργυρό θηκάρι
και τα χρυσόξανθα μαλλιά της κεφαλής της πιάνει
και τα 'κοψε, τα κρέμασε εις το προσκυνητάρι,
τα θέρισ' ως θερίζουνε το στάρι με δρεπάνι.
Και μ' ένα κάρβουνο σβυστό στης εκκλησιάς τους τοίχους,
γράφει με γράμματα πολλά, τους επομένους στίχους:
Όποιος Χριστιανός θα δη ετούτη τη πλεξίδα
της νέας που εστέσανε οι άπιστοι, παγίδα,
πολύ τονε παρακαλώ να πα' να τη προσφέρη,
στου άτυχου πρωτόπαππα, εις την Κριτσά, το χέρι.
Ν' ανοίξη της μητέρας μου το μνήμα να τη βάλη
στο στήθος το μαρτυρικό ή στ' άγιο της κεφάλι.
Και θα σκιρτήση και νεκρή ακόμ' απ' τη χαρά της,
γιατί μ' αγάπα η φτωχή μες από τη καρδιά της.
Και να του πη η κόρη του εγίνηκεν αγόρι
και τη Τουρκιά θα πολεμά στους κάμπους και στα όρη.
Το καλυμαύκι του ψηλά κι αντρόπιαστα να βάνη
κι η κόρη του ζη τίμια και τίμια θα ποθάνη.

Βουνά και όρη διασκελά η κόρη ανδρειωμένη
και φθάνει ξημερώματα στο Μεσακό Λασήθι.
Ένας παππάς στην εκκλησιά έτυχε να πηγαίνη,
για Τούρκο την ενόμισε κι έφυγε που 'φοβήθη.
-"Γέροντα, Τούρκο μ' έπηρες; Μη φεύγεις, απατάσαι,
είμαι κι εγώ Χριστιανός, σίμωσε μη φοβάσαι.
Μια χάρι μόν' επιθυμώ, αν θέλης να μου κάνης,
να μ' ωδηγήσης όπου είν' ο Καπετάν Καζάνης.
Στον Καπετάνιο απαιτώ αμέσως να με φέρης
κι ευεργεσία εις αυτόν και εις εμέ προσφέρης".
Μέσα που έλεγαν αυτά έτυχε κι επερνούσαν,
τέσσαρες Μαρμακετιανοί όλοι των καββαλάροι
κι εξεφοβήθηκε ο παππάς κι αυτοί που τους ακούσαν
ωδήγησαν στον αρχηγό αυτό το παληκάρι.
Ο Αρχηγός ως είδενε τον Τούρκον εμπροστά του,
του φάνηκε παράξενο, πώς να τ' αποφασίση,
ένα Τουρκάκι σαν κι αυτό, να πάρη τ' άρματά του,
στ' απάτητο Λασήθι του, άφοβα να πατήση.
-"Καλώς το το Τουρκόπουλο, τί θέλεις στα βουνά μου";
-"Ω μη με λες Τουρκόπουλο, γιατί πον' η καρδιά μου,
αχ Καπετάνιο βλασφημείς, Τούρκο εαν με λέγης.
Αν ήξερες τα πάθη μου ήθελε να με κλαίγης.
Μανώλης εγεννήθηκα, Μανώλης θα ποθάνω,
Πασσάδες δε θα προσκυνώ, ούτε και τον Σουλτάνο!
Είμ' απ' τη Στεία Αρχηγέ, απ' το χωρίον Σφάκα
κι ένας Αγάς Γενίτσαρος με πήγε στη Ρουκάκα,
για σκλάβο του κι εδούλεβα σε τούτο νύκτα-μέρα,
χωρίς φαγί ή πληρωμή! Ένα κομμάτι μόνο
ψωμί για ζήσι μου 'δινε κι ελεύθερον αέρα
ποτέ μου δεν ανέπνευσα, μόνο καϋμούς και πόνο
πάντοτε είχα στη καρδιά κι έκλαιγα κι εθρηνούσα.
Αχ Καπετάνιο μου, ζωή δεν ήτο που εζούσα.
Έβλεπα τους Χριστιανούς σα ζώα να τους σέρνουν
και κορασίδες Χριστιανές, οι άπιστοι να παίρνουν
κι εις τους γονέους των μπροστά, παρθένες ν' ατιμάζουν!
Αχ! πού να σας διηγηθώ τί 'δαν τα δυο μου μάτια!
Είδα με χώρις αφορμή, Χριστιανούς να σφάζουν
και η καρδιά μου ράϊζε κί εγίνετο κομμάτια.
Για κείνο αποφάσισα κι εγώ μιαν εσπέρα
που εκοιμάτο ο Αγάς επάνω στον οντά του,
να φύγω δια να έλθώ κι εγώ ο δόλιος εδώ πέρα
και του 'κλεψα τα ρούχα του μαζύ και τ' άρματά του.
Ναι, ν' αναπνεύσω λευτεριάς αέρα εδώ πάνω,
να πολεμώ με τους εχθρούς κι έπειτα ας ποθάνω.
Πάρε με Καπετάνιο μου, μαζύ σου στρατιώτη
κι όταν εχθρούς θα πολεμάς να βρίσκομαι κοντά σου.
Ω! Αν με διώξεις θεωρώ σα να με λες προδότη.
Ναι, σε ορκίζω στο Θεό και εις την ανδρειά σου".
Αχ! Είπε ψέμμα κι όποιος πη ψέμματα τιμωρείται.
Ναι είνε αθώον κι ευγενές ένα τοιούτο ψώμμα
και ο Πανάγαθος Θεός το συγχωρεί ακόμα.
Γιατί το ψώμμα του αυτό θέλει να βοηθήση
ανθρώπους όπου πάσχουνε και όχι ν' αδικήση.
-"Ας είνε", λέγει ο Αρχηγός, "εγώ θα εξετάσω
κι αν είνε όπως μου τα λες, τότε θα σε κρατήσω,
ή δ' άλλως και με απατάς, ευθύς θα σε κρεμάσω
ή με το γιαταγάνι μου αυτό θα σε ξεσχίσω".
-"Ξέτασε Καπετάνιε μου και αν σου λέγω ψέμμα,
χύσε με το μαχαίρι σου το εδικό μου αίμα".
-"Εξ άλλου συ είσα μικρός, παιδί και δεν αντέχης,
ωσάν εμάς μερόνυκτα, εις τα βουνά να τρέχης.
Τη πείνα και τη κούρασι μπορείς να τη βαστάξης;
Τον ύπνο δυο μερόνυκτα, πες μου, δε θα νυστάξης";
-"Αυτά τα σκέφτηκα πριν 'ρθω, λοιπόν δε θα δειλιάσω,
με του Θεού τη δύναμι, όλα θα τα βαστάξω".
-"Μείνε λοιπόν προσωρινώς μ' εμάς μικρέ Μανώλη".
Και λέγει στους συντρόφους του π' αμέσως ήλθαν όλοι:
"Πάρετε τούτο το παιδί, μαζύ μας θα γυρίζη
κι ως αδελφό του ο καθ' είς πρέπει να το γνωρίζη".
Ιδιαιτέρως δ' ωμιλείς στον πρωτοξάδελφόν του,
το κάθε ένα κίνημα που κάμνει να προσέχη,
να επιβλέπη δηλαδή τον νεοσύλλεκτόν του,
ώστε να πληροφορηθούν πραγματικώς τί τρέχει.

Αυταίς ταις μέρες έγραψαν στον Καπετάν-Καζάνη,
πως εις ταις Λίμνες βρίσκεται ο Καμπουρομπιλάλης
και άνω-κάτω το χωριό, ο σκύλος έχει κάνει,
γιατί επιτίθετο της μιας κοπέλλας και της άλλης
και τον παρακαλούσανε γρήγορα να περάση,
με τα λιοντάρια του μαζύ για να το λογαριάση.
-"Έτοιμοι", λέγει ο Αρχηγός, "γιατί το μεσονύκτι,
πάλι θα έχωμε χορό με τους παληομπουρμάδες.
Σταις Λίμνες θε να τρέξωμε και χιόνι εάν ρίπτη,
τα παληκάρια μου χιονιές, δε σκιάζουντε κι αγάδες.
Αυτή την ώρα ο Θεός τσ' εχθρούς αποτυφλώνει
κι όσους για πίστι πολεμούν, με θάρρος δυναμώνει".
-"Ήμεθα", λεν με μια φωνή, "εις τη διαταγή σου
κι όπου θα πάη η τρίχα σου θα πά' η κεφαλή μας.
Κι όπου διατάξ' η πατρική κι αγγελική φωνή σου,
αμέσως θε να τρέξωμε με ευχαρίστησή μας".
Κι αμέσως εξεκίνησε η συνοδεία όλη,
ο Αρχηγός κι οι σύντροφοι με τον σπανό Μανώλη.

Φθάνουνε τα μεσάνυκτα σταις Λίμνες σταις Πηγάιδες,
που είν' απ' έξω στο χωριό κι οι χωρικοί πιστεύουν,
πως πριν να κράξη ο πετεινός πηγαίνουν η Νεράιδες
και πλύνονται και λούζουνται κι αρχίζουν και χορεύουν.
Εκεί τους τοποθέτησε ο Καπετάν-Καζάνης,
έπειτα λέγει σιγαλά εις ένα παληκάρι:
-"Ξεύρεις παιδί μου Κωνσταντή τί πρέπει για να κάνης;
Προσεκτικά όμως κανείς είδησι να μη πάρη.
Πάρε μαζύ σου δυο παιδιά, έβγα σταις Λίμνες μέσα,
να βλέπεσ' όμως όπου δης των Γενιτσάρων φέσα.
Κι αν δης κανένα Χριστιανό πέστου για να σε φέρη,
στου Τουρκοφάγου το κελί, του Γιώργη του Δινέρη.
Κι εκείνος εις το έργον μας θε να μας βοηθήση,
γνωρίζει τα πατήματα για να σας ωδηγήση".
Αμέσως ονομαστικώς κράζει δυο παληκάρια
κι ευθύς τα γιαταγάνια των βγάζουν απ' τα θηκάρια.
Μα κι ο Μανώλης ο σπανός λέγει: -"Θ' ακολουθήσω".
-"Μείνε", του λεν, "είσε μικρός". Μ' αυτός δεν μένει πίσω.
-"Πάρτε τον", λέγ' ο Αρχηγός, "αφού το επιμένει".
Κι εμβαίνουν μέσα στο χωριό όλοι ξεσπαθωμένοι.

Εις του χωριού την είσοδο οι σκύλοι εγαυγίζαν
κι εις ένα σπίτι κάθουνται πεντ-έξι Γενιτσάροι.
Χορό 'χανε με Χριστιανές κοπέλλες κι εγλεντίζαν
κι ένα Μαδουπομουσταφά είχανε για λυράρη.
-"'Αιντε Μαριά μου, χόρεψε"! -"Ελένα μου να ζήσης"!
-"Κρασί μου, φέρε Κατεριά"! -"Καλή, να με φιλήσης"!
-"Ορέ γκιαούρη Κωνσταντή, έτοιμα τα κρεβάτια;
Γιατί σε λίγο θε να 'μβουν γαμβροί οι Γενιτσάροι.
Εάν αργήσης βαλλαχή, σου βγάνω τα δυο μάτια
ή θα σε κάνω παστουρμά με ξύδι, στο πιθάρι.
Βγάλτε τα ρούχα σας Ρωμηές, ευθύς ετοιμαστήτε,
γιατί θα πέσωμε μαζύ, να το 'χετε χαρά σας,
πως με Γενίτσαρους γαμβρούς κι εσείς θα κοιμηθήτε
κι αγάδες θε να βάλετε μέσα στην αγκαλιά σας".

Οι τέσσαρες τους έβλεπαν από την κλειδωνηάστρα
και σηκωμένην είχανε των όπλων των την πιάστρα
κι εσκέπτοντο αν έπρεπε να τους πυροβολήσουν
ή αν τον Καπετάνιο των να προειδοποιήσουν.
Μα ο Μανώλης δεν βαστά, κτυπά το γιαταγάνι,
παίζει της πόρτας δυνατά κι αυτή ευθύς ανοίγει,
κόβει του 'νός την κεφαλή σαν στάχυ σε δρεπάνι
κι οι άλλοι Τούρκοι κύτταζαν ο κάθε εις να φύγη.
Σέρνει και ταις πιστόλες του, τους άλλους σημαδεύει
κι αφού εξάπλωσ' άλλους δυο και τέταρτο γυρεύει!
Τον τέταρτο τον είχανε οι άλλοι τελειώσει,
ένας μονάχα πρόφθασε, απ' όλους να γλυτώση!
Κόβει των δυο τας κεφαλάς, πέρνει και τ' άρματά των
κι έπειτα εγυρίσανε και λεν στον Αρχηγό των
και άμαχα κι ατάραχα εκάμαν την δουλειάν των.
Τον Καπετάνιο βρήκανε εκεί που τον αφήκαν
και όπως εγενήκανε, του τα διηγηθήκαν:
-"Τρεις Τούρκους σκότωσ' Αρχηγέ, μα δυο κεφάλια μόνο
σου έφερα, δεν μπόραγα το άλλο να σηκώνω.
Ένας μονάχα ξέφυγε, που 'τον κι αυτός στο σάκο.
Αι το σκυλί! Θα βρίσκεται τώρα στο Χουμεριάκο".
-"Θα τον γνωρίσης αν τον δης αυτόν που έχει φύγει";
-"Πιστεύω Καπετάνιε μου, πως ναι, θα τον γνωρίσω".
-"Πετυχεμένο βγήκενε τ' αποψερνό κυνήγι,
για κύτταξε Μανώλη μου, εκεί στο λάκκο πίσω".
Και πράγματι εκύτταξε και βλέπει ξαπλωμένο,
τον Τούρκο όπου ξέφυγε, στο αίμα του πνιγμένο.
Τα μπρος-οπίσω παρευθύς μ' ολονυκτίς γυρίζουν
κι εις τα Σελιά πριν να εβγή ο ήλιος σωπατίζουν.
Τωρ' ας αφίσωμεν αυτούς στου Λασηθιού τα όρη,
να πα' να βρούμε το Χουρσίτ, που σκότωσεν η κόρη.

Την επομένη που 'γινεν ο γάμος του Χουρσίτη,
οι Γενιτσάροι στο Καφέ γελάν και κουβεντιάζαν
και πότε θα 'βγη ο γαμβρός έξω από το σπήτι,
όλοι τους συζητούσανε και μορφολογαριάζαν.
Κι ελέγανε πως έπρεπε τώρα να 'νε βγαρμένος,
γιατί 'νε ώρες δεκαοκτώ, με τη γενί χανούμη.
Τί διάβολο! Πάντα μ' αυτή θα είνε κλειδωμένος;
-"Τί να σας πω αγάδες μου", ο Κοπανάς φωνάζει,
"κι εσείς να 'θελε έχετε τέτοια 'μορφη γυναίκα.
Βαλάχ-μπιλάχ, θα είσαστε κλεισμένοι για το χάζι,
είκοσι μέρες με αυτή, το κάτω-κάτω, δέκα.
Λοιπόν και ο Χουρσίτ Αγάς το ίδιο θε να κάμη
με τη παππαδοπούλα του θα κάμη μπαϊράμι".
-"Ναι, ένα τέτοιο κερεστέ κανείς να 'χη μαζύ του,
τρελλός θα είνε για να 'βγή από την κάμαρί του".
-"Μια τέτοια νύφη που φορεί στο στήθος δυο κουμπούρια,
φραντσέζικα μ' αμύγδαλο και πιάστρα με κορώνα,
θε να την άφινες εσύ, ποτέ σου στον αιώνα";
Κι ελέγαν τόσα δι' αυτήν, άπρεπα καλαμπούρια,
όταν εξάφνου βλέπουνε κι ερχόταν από πέρα,
ένα σκυλί κι εβάσταγε μιαν ανθρωπίνη χέρα!
Τους ναργιλέδες παρατούν ευθύς μισοπιωμένα
και τρέχουνε τρομακτικοί με μάτια 'γριεμένα.
Φθάνουν στο σπήτι του Χουρσίτ, την πόρτα του κτυπούνε,
αλλ' όμως δε γρικούνε.
Κτυπούνε πλέον δυνατά, μα ποιός να τους ακούση;
Τότε την πόρτα σπούνε.
Φευ! Τί τρομακτική σκηνή! Βλέπουνε τον Χουρσίτη
και τα πλευρά του 'δω κι εκεί ήσανε σκορπισμένα,
η κεφαλή του χωριστά με φαγωμένη μύτη
και τ' άντερα στου καναπέ τα πόδια, τυλιγμένα.
Και ένας σκύλος άγριος μέσα εις το κουφάρι,
έτρωγε το κνισάρι!
-"Ναλέτ ολσούν τσεχενεμέ", φωνάζαν, (τέτοια νύφη),
"θάνατος στους γκιαούρηδες και στες Ρωμηές γυναίκες.
Πρέπει παιδιά να σ'κώσωμε και την Σανζάκ Χερίφη.
Ανάθεμα ταις πανδρειαίς", ελέγαν, "ταις ρωμέκιαις"!
Κι ένα σινδόνι φέρανεκαι βάνουν τον Χουρσίτη,
όσος ήταν αφάγωτος και σκάπτουν ένα λάκκο
και τον επροσκυνούσανε κατόπιν ως χεχίτη
κι εις το Τζαμί* τον έθαψαν, που 'τον στο Χουμεριάκο.
Οι άοπλοι Χριστιανοί, ετρέξαν κι εκρυφθήκαν,
γιατί τους Τούρκους είδανε κι ήσαν αγριεμένοι
και τους γυρεύαν αφορμή, γι' αυτό δεν εφανήκαν,
να μη τους πιούν το αίμα των σαν σκύλοι λυσσασμένοι.
Οι Τούρκοι τρεις απόπειρας εκάμανε κατόπι
κι επήγανε εις την Κριτσά σαν αστακοί ωπλισμένοι,
αλλ' όμως απεκρούσθηκαν κι άδικα παν' οι κόποι
και πάντοτε γυρίσανε χαμένοι, ντροπιασμένοι,
όμως κατάλληλο καιρόν επρόσμεναν να βρούνε,
για να πατήσουν τη Κριτσά και να εκδικηθούνε.

Τον φόνο του Χουρσίτ Αγά, του Καμπουρομπιλάλη
και των λοιπών Οθωμανών, οι Τούρκοι δεν χωνεύουν.
Το πήρανε για μαχαιριά αγιάτρευτη, μεγάλη
και σκέπτονται χίλιω λογιώ κι εκδίκηση γυρεύουν.
Απ' τη πολλή μανία των αφρίζουνε και τρίζουν
κι όπου αόπλους Χριστιανούς ήθελε να ευρούνε,
τους εκατακεφάλιζαν κι αρχίζαν να τους βρίζουν.
Δαιμόνιο τους έπιανε Ρωμηούς να μη θωρούνε.
Γράφουν κι εις τον Χασάν Πασά που 'βρίσκετο στης Μάλλαις
με αναρίθμητο στρατό και με Βασιβουζούκους:
"Παράτα της μικροδουλειές και κύττα της μεγάλαις
κι έλα αν θέλης γρήγορα και γλύτωσε τους Τούρκους,
αυτούς που βρίσκονται εδώ, γιατί Ρωμηοί μας σφάζουν
κι ούτε για κρομμυδόφυλλο δεν μας ελογαριάζουν.
Κάμε για όνομα Θεού και για του Μουχαμέτη,
πρόφθασε με τ' ασκέρι σου για να μας εγλυτώσης.
Εάν δεν έλθης, γνώριζε, χάνεται το Δοβλέτι
κι αν έλθης τους γκιαούρηδες τότε θα ταπεινώσης".

Ως έλαβε το γράμμα των ευθύς την ίδια μέρα,
επήγε στη Γεράπετρα κι εκεί μαζεύοντ' όλοι
κι υψώνουν τη θρησκευτική, τη πράσινη παντιέρα,
εντόπιοι Τούρκοι, Αλβανοί, Τετάροι και Μογγόλοι
και απαντά πως: 'Έρχομαι με αρκεταίς χιλιάδες
και μέσα στο καβούκι των θα βάλω τους ραγιάδες".
Μετρούνται κι ευρεθήκανε είκοσι τρεις χιλιάδες
κι όλους τους εφωδίασε με όπλα και παράδες.
Κι ένας Ιμάμης άρχισε Βαΐζι να τους κάνει,
ότι: -"Διατάσσει ο Ραμπής και γράφει τ' Αλκοράνι,
τους άπιστους γκιαούρηδες να σφάζετε με θάρρος.
Δεν είνε κρίμα κι εκατό Ρωμηούς εάν σκοτώσης,
είν' όφιδες φαρμακεροί, είνε της γης μας βάρος
και λόγο για το έργο σου αυτό, δεν θε να δώσης".
Αφού τους εφανάτισε, αμέσως ξεκινούνε,
μ' αλαλαγμούς και με φωναίς, νταούλια και ζουρνάδες.
Καθίζουν στο Καλό Χωριό για να ξεκουρασθούνε
κι εκεί κάνουν το σχέδιο να σφάξουν τους ραγιάδες.
Την επομένη το σαμπάχ-ναμάζι προσκυνούνε,
κι έπειτα ξεκινούνε,
δια να πάν' εις την Κριτσά, να δώσουν και να πάρουν
και σαν τ' αρνηά ελέγανε, τους Χριστιανούς θα γδάρουν.
Από του Κρούστα τη μεριά, πάν' έξι χιλιάδες
κι από τον κάμπο δώδεκα, πεζοί και καβαλλάροι.
Δύο οπισθοφυλακή, οι πιο καλοί αγάδες
και τρεις εμπροσθοφυλακή, αγριογενιτσάροι.

Δύο χιλιάδες Χριστιανοί, ήσαν οχυρωμένοι,
εις την Κριτσά και τους εχθρούς καθένας των προσμένει.
Θα ήσαν πεντακόσιοι περίπου, οι Κριτσώτες
και χίλιοι πεντακόσιοι, άλλοι Μεραμβελλιώτες.
Γιατ' οι Κριτσώτες είχανε γραμμένα για να 'ρθούνε
και αδελφοί τους αδελφούς αλληλοβοηθούνε.
Πρώτοι που 'φτασαν στην Κριτσά από το Μεραμβέλλο,
ο Κοκκινάκης ήτανε, μαζύ με τον Μουρέλλο.
Και του γενναίου αρχηγού το σώμα, του Καζάνη,
με τον Μανώλη τον σπανό, εγκαίρως καταφθάνει.
Φθάνουν στον κάμπο της Κριτσάς οι Τούρκοι και αρχίζει
ο πόλεμος, που νόμιζες η γη ότι βοΐζει,
από των όπλων την κλαγγή, ίδια σαν να βροντούσε
κι απ' τα κανόνια του Χασάν, ο κόσμος πως χαλούσε.
Πυκνοί καπνοί και σύννεφα εβγαίναν στον αιθέρα,
των τουφεκιών και κανονιών, εκείνη την ημέρα.
Πρώτη γραμμή κρατούσανε τοτ' οι Κριτσώτες όλοι
ένεκα που τα μέρη των ως ντόπιοι, εγνωρίζα'
και αρχηγόν των είχανε τον Αλεξομανώλη
κι όλο στο κρέας έπαιζαν από τα μιτιρίζα.
Τους πολεμίους έβλεπες κι από τα δύο μέρη,
με τα σπαθιά στο χέρι.
Με γενναιότητα πολλή, αλλά και καρτερία,
εχάνοντο οι Χριστιανοί για την ελευθερία.
Κάμνουν οι Τούρκοι έφοδον αλλά και οι δικοί μας
αντεφορμούν με τα σπαθιά, δεν χάνουνε το θάρρος:
-"Με του Θεού την δύναμι η νίκη 'νε δική μας"!
Και δεν επρόφθανε ψυχάς, να δεματιάζ' ο Χάρος.
Τότε το ιππικόν ορμά με λύσσα του Χασάνη,
με την ιδέα, στους Ρωμηούς θραύσι πολλή να κάνη.
Μα οι Χριστιανοί ατρόμητοι, άφοβα πολεμούνε
κι οι Τούρκοι αρχινήσανε να οπισθοχωρούνε,
γιατί έπιπταν με τ' άλογα μαζύ κι οι καβαλλάροι
και τετρακόσοι χάθηκαν μονάχα Γενιτσάροι.
Τους πήραν οι Χριστιανοί και πέντε μπαϊράκια.
Ο δε Χασάν τους έβλεπε από 'να λόφο πάνω:
"Αλλάχ-Αλλάχ!" εφώναζε. "Αυτοί είνε γεράκια.
Να τους κυττάζω μοναχά, τα λογικά μου χάνω.
Θα 'θελα να 'χω σαν κι αυτούς, πενήντα χιλιάδες
κι όλου του κόσμου τους Ρωμηούς θα έκανα ραγιάδες".
Γυρίζει στο Καλό Χωριό και ησυχάζει πάλι,
με εντροπή μεγάλη.
Μετρά τ' ασκέρι κι έλειπαν χίλιοι και σαράντα!
Κι απ' τους δικούς μας έπεσαν ως εκατόν τριάντα.
Και δεκαπέντε κάθισε, μέρες, σ' αυτά τα μέρη
ως ότου ο στρατός κι αυτός, δια να συνεφέρει.

Η'
Φέρε μου Μούσα στα παληά στα δοξασμένα χρόνια,
που έλαμπεν η Κλεφτουργιά εις τα βουνά επάνω.
Να δω τρουμπούνια στο γιαλό, στη στεριά μιλλιόνια
και παληκάρια ζωντανά κι έπειτα ας πεθάνω.
Τα καρυοφύλια να θωρώ κι εύμορφα γιαταγάνια,
που του Σουλτάνου σχίζανε τα φοβερά φιρμάνια.
Αχ! επεράσαν τα παληά κι οι χρόν' οι δοξασμένοι
κι ήλθανε άλλοι άδοξοι, μαύροι και ντροπιασμένοι.
Τότε 'χαν στρώμα το σπαθί και το βουνό παλάτι,
τώρα 'χουν στόλο και στρατό μονάχα για το μάτι.
Τότε στιβάνια έβαναν, βράκα ή φουστανέλλα,
τώρα στιβάλια φράγκικα, φωκόλια και καπέλλα.
Τότε χορεύανε χορό καλό και τιμημένον,
τώρα χορεύουν το χορό των μετημφιεσμένων.
Τότε το γάμο είχαμε για ιερώτερό μας
και τώρα τον εκάμαμε κι αυτόν εμπόριό μας.
Οι παλαιοί ελάτρευαν προσέτι και ταις Μούσαις,
τωρα για Μούσαις έχουνε κάτι παλιοβρωμούσαις.
Τότε εμύριζεν ο νηός αγνότητα και χάρι,
τώρα 'χει μόνον ιεράν ιδέα και φροντίδα,
καμμιάς βαμμένης παχουλής χλαντέζας το ποδάρι
και τίποτα δεν σκέπτετε για σπίτι και πατρίδα.
Αχ! Τότε τα παράσημα τα πέρναμε στη μάχη,
τώρα αυτός οπού καλά με την Αυλή θα τα 'χει.
Τότε διασκεδάζανε στους καθαρούς αέρες
και πίναν άδολα πιοτά, σπανίως και καφέδες
και τώρα στο καφέ-σαντάν με κάτι μπιραριέρες,
πίνωμεν σπίρτα της Φραγκιάς, ψεύτικες μπουρδελέδες.
Η κάθε νηά 'χε φυσικά τα χείλη σαν κεράσιο
και δεν εβάφετο ποτέ, κάθε καλό κοράσιο.
Αι τότε οι γυναίκες μας φορούσαν κοντογούνια
και μοιάζανε με πέρδικες σαν είνε στο λιβάδι,΄
τώρα φορούν μεταξωτά στιβάλια με δακούνια
και βάφουντε με σουλουμά και με τ' αυγού τ' ασπράδι.
Ο κόσμος τώρα περπατεί με ψεύδος και απάτη
κι ο εις τ' αλλού κυττάζουνε να βγάλουνε το μάτι.
Μ' εθνομαρτύρους ψεύτικους κι αληθινούς αγύρτας
και δραχμοκαταβροχθιστάς και εθνοκρημνοσύρτας.
Ο κόσμος έχει σήμερον να πάρη και να δώση
και μον' για το χρυσό κυττά μ' αδιαντροπιά μεγάλη,
του Ναβουχοδονόσορος τ' άγαλμα να στηλώση
και να κρημνίση το καλό που πριν στηρίζαν άλλοι.
Τους πράγματι αγωνιστάς υπ' όψιν δεν λαμβάνει
και μόνο τα νευρόσπαστα στους νέους φασουλήδες,
πλέκει με δάφνες άδαφνες και ψεύτικες, στεφάνι
και στεφανώνει με χαρά, πολιτικούς δανδήδες.
Μούσα δεν έχεις δίκαιον δια να περιπαίζης,
αν οι παληοί κατόρθωσαν το έθνος να δοξάσουν
κι εμείς εβομβαρδίζαμε το Κάστρο της Πρεβέζης
κι εφύγαμ' απ' τη Λάρισα πριν οι εχθροί μας φθάσουν.
Αν ο Καραϊσκάκης μας και πλείστοι τόσοι άλλοι,
στων Τούρκων τα στρατεύματα φέραν φθορά μεγάλη.
Κι αν ο Κανάρης στο γιαλό θαύματα είχε κάνει
και ο Μιαούλης έκλεισε ποτέ τα Δαρδανέλλια
κι εμείς ψαρεύσαμε αστακούς στης Σκιάθου το λιμάνι
και εις τη Μήλο ανδρικά, περίφημα αχέλια.
Αν είχαν οι προπάτορες το κλέφτικο λημέρι,
μήπως κι εμείς δεν κλέπτωμεν ημέρα-μεσημέρι;
Αν έγραψε για τους παληούς, άθλα η Ιστορία,
μη δεν θα γράψη και για μας ταις τόσες ταις μαυρίλαις;
Τα εύκαιρα οβούζια και τα σφαλτά πυρεία
κι εκείνες ταις περίφημες ταις Αγγλικές αρβύλες;
Μούσα μου, έτρεξες πολύ χωρίς να το νοήσης
κι άδικα μας εκούρασες αλλά κι εσύ επίσης,
σίδερο κρύο κοπανάς, φρονείς θα κατορθώσης,
ρωμαίκα πράγματα ποτέ δια να διορθώσης!
Αλλά εις το προκείμενον και πάλιν να ελθούμεν
και άδικα τον χρόνον μας να μην τον σπαταλούμεν.

Θ'
Αφού εγύρισ' άπρακτος και πάλιν ο Χασάνης,
οπίσω, στο Καλό Χωριό τακτοποιεί τ' ασκέρι,
το ίδιο και εις την Κριτσά ο Καπετάν-Καζάνης,
με τους Κριτσώτας αρχηγούς έχουνε καταφέρει.
Βγάζουν πεζούς εδώ κι εκεί γράφουνε και μηνούνε,
"Όσοι πιστεύουν στον Χριστό, γρήγορα να ελθούνε,
γιατί ο άπιστος Χασάν έχει πολλούς μαζύ του".
Και αν δεν έλθουν βοηθοί, η νίκη θα 'ν' δική του.
Οι πλιό πολλοί Χριστιανοί, δεν έχουνε ντουφέκια
και όσοι πάλιν έχουνε, δεν έχουνε φουσέκια.

Ολίγες μέρες πέρασαν που οι Καπεταναίοι
Ρεθύμνου, Κάστρου και Χανιών, όλοι ετοιμασθήκαν
και με αυτούς ατρόμητοι ξεδιαλεμένοι νέοι,
εφθάσαν εις την Κριτσά και συνεννοηθήκαν
με τους λοιπούς οπλαρχηγούς, με τους Μεραμβελλιώτες,
Γεραπετρίτες, Στειακούς, Βιαννίτες, Λασηθιώτες.
Εκεί συναθροιστήκανε, ο Κωνσταντής Στακάκης,
ο Αναγνώστης Σημειακός, ο Φραγκοπαππαδάκης,
ο Χατζηδάκης, ο Αστρινός, Παγκέρης, Κασαπάκης,
ο Κουσκομπές κι ο Αρχηγός, Εμμανουήλ Λουτσάκης,
ο Κουσσουράκης, ο Γιαννηός, ο Σήφης Δερμιτζάκης,
Γιάννης Μακρής, Γιάννης Κοντός και Παύλος Πατεράκης,
ο Φουσκογιώργης, Μηλιαράς, Δουλγέρης, Μαστοράκης,
Κουναλογιώργης και Καλτσής, Μπαλάσης, Μανουσάκης.
Και τόσοι άλλοι αρχηγοί που 'νε λησμονημένοι,
γιατί εμείς οι σημερνοί είμεθα μαθημένοι,
να λησμονούμεν εύκολα κείνα τα παληκάρια,
που βλάστησαν στο αίμα των της δάφνης τα κλωνάρια.
Φευ! Ο καθείς μας σήμερα γελά και περιπαίζει,
αυτούς που μας εστρώσανε το σημερνό τραπέζι.
Κι αν ζη κανένας σήμερον απ' το Εικοσιένα,
ή άπο του εξηνταέξ τον τριετή αγώνα,
'πο κείνους που θερίζανε λουλούδια ματωμένα
και πολεμούσαν τους εχθρούς και θέρος και χειμώνα,
είν' άσημος, αγνώριστος και περιφρονημένος,
σαν αποφώρι φθισικού πέρα 'νε πεταμένος.
Γιατί τον βαρεθήκανε και τα παιδόγγονά του
και κρυφοκλαίει ο πτωχός και καίγετ' η καρδιά του.
Δεν σκέφτετ' όμως προς στιγμή το κάθε παληκάρι,
πως θα φορούσε σήμερον φέσι με το φεγγάρι
κι αντί να πηαίνη σ' εκκλησά και το σταυρό να κάνη,
θα πήαινε εις το Τζαμί να ψάλλει το Ιζάνι.
Κι ενώ ακούει σήμερον: Μανώλη, Κώστα, Γιάννη,
θε ν' άκουγε: Μεχμέταγά, Μπραήμι και Χασάνη,
εάν αυτοί οι γέροντες τσ' εχθρούς δεν πολεμούσαν
και της Τουρκιάς, της Αραπιάς τα μούτρα δεν εσπούσαν.
Γι' αυτό σφριγώσα ζωηρά καινούργια νεολαία,
που τα μουστάκια έχετε ολ' όρθα, σηκωμένα,
σαν το λιοντάρι οπού είν' στην Περσική σημαία
και με κορσέδες μερικοί τα στήθη τυλιγμένα,
που βάνετε γυαλιστερά κολλάρα για γιακάδες
κι αντί τραγούδια Ελληνικά, μας ψάλλετε καντάδες,
τους γέροντας αγωνιστάς να μη περιφρονήτε,
γιατί αυτ' είνε αφορμή κι ελεύθερα 'μιλήτε.
Κι εσείς οι στρατιωτικοί, όσοι κατακτυπάτε
τας σπάθας σας στην αγορά, πρέπει να τους τιμάτε.
Γιατί τα φρύδια του εχθρού αυτοί τα ταπεινώσαν
και τα σπαθιά που ζώνεσθε, ετούτοι σας τα δώσαν.
Αυτοί επολεμούσανε τους Τούρκους νύκτα-μέρα,
για ν' αναπνέουμεν εμείς ελεύθερον αέρα.

Ίσως θα πούνε μερικοί πως θέλω να προσβάλω,
άτομα ή Κυβέρνησιν. Λάθος έχουν μεγάλο.
Γνωρίζω πως η σημερνή καινούργια νεολαία
και λίγο αν εφράγγεψε είνε πολύ γενναία.
Κι ότι πολέμησαν πολλοί στα εννενήντα έξι
κι εις της πατρίδος τη φωνή καθένας των θα τρέξη.
Μα όταν βλέπης σήμερον αυτούς που διευθύνουν,
δια του τόπου το καλό, πεντάρα να μη δίνουν.
Μόνο θωρείς και πιάνονται όλοι, μικροί-μεγάλοι,
ποιος φίλους περισσότερους στα πράγματα θα βάλη.
Κι ενώ θωρείς τα πράγματα χίλιω λογιώ σαλάτα
και να σου λέν' μ' αγέρωχα λόγια, πολύ μεγάλα,
πως ή θα φάω και εγώ ή δ' άλλως σπω τα πιάτα.
Κι έχουνε μόνο πρόγραμμα να γλύφουν την κοκκάλα.
Και όταν η Μητέρα μας τηρεί άψογη στάσι
και το χατήρι του Αγά δεν θέλει να χαλάση
και να ζητήση δεν τολμά όσα τσ' έχουν παρμένα,
μον' τα κυττάζ' από μακρυά με μάτια βουρκωμένα.
Κι αποτρομά και δεν τολμά για να αποφασίση,
την Κρήτη την Ελληνική σ' αυτή να προσαρτήση,
μόν' θεωρεί κατόρθωμα ότι η Θεσσαλία,
δεν έπεσ' ως το σήμερον εις των εχθρών μας λεία.
Κι έκαμε στόλον και στρατό παρά τη δύναμί της
και 'Αγγλους προσεκάλεσε οργανωτάς και Γάλλους,
δια να σώση με αυτά την εθνική τιμή της
κι έβαλε φόρους στο λαό αβάστακτους, μεγάλους.
Σαν βλέπης τα καράβια μας όλα να αδρανούνε
και μόνο στα γυμνάσια το 'να τ' αλλού κτυπούνε.
Κι όταν στενάζουν στο ζυγό οι αδελφοί μας σκλάβοι,
σας βεβαιώ ειλικρινώς, το αίμα μου ανάβει.
Με πέρν' ο πόνος κι ο καϋμός τα στήθη μου να σχίσω,
γι' αυτό κι αν είπα και στραβό, συγνώμη θα ζητήσω.

Ω! σεις που μαρτυρήσατε για την ελευθερία,
ψηλοί αητοί χρυσόφτεροι και κοσμοξακουσμένοι,
αν και σας εξεχάσανε όλοι, κι η Ιστορία,
όμως από τη Μούσα μου δεν είσθε ξεχασμένοι.
Ναι θείοι εθνομάρτυρες, δεν θα σας λησμονήση
κι η λύρα μου η φτωχική θε να σας τραγουδήση.
Προμάχοι της ελευθεριάς, χαρά σας παληκάρια
και νεκροθάπται της Τουρκιάς, ατρόμητα λιοντάρια,
που κυνηγάτε τους εχθρούς σαν άγρια γεράκια
και τα οστά σας βρίσκονται εδώ κι εκεί σπαρμένα,
που πάντοτε αφήνατε χήρες τα χανουμάκια,
αχ! πόσον επεθύμουνα σταις μέρες σας να ζούσα
και της πατρίδος τους εχθρούς με σας να πολεμούσα.
Το καρυοφίλι να βαστώ στη δεξιά μου χείρα
και εις την άλλη, τη φτωχή, ποιητική μου λύρα.
Να δίδη η λύρα μου χαρά κι η Μούσα μου ελπίδα
σε σας που πολεμήσατε για πίστι και πατρίδα.
Να βλέπω τα τσαπράζια σας τ' αντρόπιαστ' άρματά σας,
στη μέση σας τη λυγερή να λαμπηροκοπούνε
και να θωρώ τ' ανίκητα και τρομερά σπαθιά σας,
τους Γενιτσάρους να κτυπούν, Τούρκους να πελεκούνε.
Σεις όμως τώρα κοίτεσθε στης μαύρης γης το χώμα
και έχετε για σπίτι σας του ουρανού το δώμα.
Κλίνας τ' απάτητα βουνά, τα λουλουδοστρωμένα,
με δάφνας δόξης και μυρτιάς τα 'χετε στολισμένα.
Τ' άστρα και τον ήλιον έχετε για λυχνάρια
και αναπαύεσθε ήσυχα, χαρά σας παληκάρια.
Ναι, λεβεντόκορμα θεριά, δεν είσθε πεθαμένα.
Ο Χάρος δεν σας έπηρε! Πέσατε τιμημένα.




Ι'

Φεβρουαρίου τας αρχάς, οι Τούρκοι ξεκινούνε,
δια να παν' εις την Κριτσά και να εκδικηθούνε.
Οι Χριστιανοί 'σαν τακτικά όλοι οχυρωμένοι,
γιατί το εγνωρίζανε πως ήθελε να 'λθούνε
και ήσαν όλοι έτοιμοι, κατενθουσιασμένοι
και μάλιστα ελέγανε, γιατί τάχα ν' αργούνε.
Αρχίζ' ευθύς ο πόλεμος, μουγκρίζουν τα τουφέκια,
εδώ φωνές Χριστιανών, κει Τούρκων τουμπελέκια.
Παρέκει βλέπεις Χριστιανούς αητούς παληκαράδες
και πλιό παρέκει Αλβανούς, Τούρκους, στραβοφελάδες.
Φωνές ακούονται, βροντές που βγάζουν τα κανόνια,
τα καρυοφίλια τραγουδούν και ψάλλουν τα μιλλιόνια.
Βλέπεις εδώ Χριστιανούς, πεντ-έξι 'ναι πεσμένοι
και παραπέρα εκατό φελάδες σκοτωμένοι.
Θρήνους ακούς! Σπαθιές θωρείς! Που ποταμός το αίμα,
έτρεχε και σχημάτιζε μες στα λαγκάδια ρέμα.
Έδιδεν ήλιος λαμπηρός, εκείνη την ημέρα,
μ' απ' τους καπνούς των κανονιών και τουφεκιών ομάδι,
εσυννεφοσκεπάστηκε όλη η ατμοσφαίρα,
που νόμιζες πως βρίσκεσαι στα πρόθυρα του 'Αδη.
Πέρνει και δίδ' ο πόλεμος, εκείνη την ημέρα,
Κρούστα, Κριτσά, Κουτάραντο κι ακόμα πάρα πέρα.
Ρωμηοί και Τούρκοι κάνουνε τα χέρια των τανάλια
κι ο εις τον άλλο προσπαθεί δια να καταβάλη.
Εδώ κουφάρια τουρκικά με δίχως τα κεφάλια!
Φρικτή και απερίγραπτη φουρτούνα και μεγάλη.
Τόσ' ήτον η οχλοβοή που κι ο Θεός ακόμα,
επρόβαλε απ' τ' ουρανού το γαλαζένιο δώμα
κι απ' το ψηλό κι υπέρλαμπρο και θεϊκό παλάτι
εκύτταζε κάτω στη γη το σπλαχνικό του μάτι.
Και διασκορπά στους Χριστιανούς, θάρρος, χαρά κι ελπίδα,
να πολεμούνε άφοβα για σπήτι και πατρίδα.
Κι ενώ αι σφαίρες των εχθρών σαν δαίμονες σφυρίζαν,
Κριτσωτοπούλες κουβαλούν νερό στα μιτιρίζα.
Μια μάλιστα που είχενε τη στάμνα της γεμάτη
κι άξαφνα σφαίρα εχθρική τη χτύπησε και σπάτη,
δεν ελυπήθη το σταμνί, μηδέ τον τόσο κόπον,
μον' πως δεν πήγε το νερό των διψασμέν' ανθρώπων.
Κι ευθύς τρεχαπετάμενη εις την Κριτσά πηγαίνει,
περν' άλλη στάμνα και νερό στους πολεμάρχους φέρνει.
Μια άλλη πάλι που 'χενε στο φως και την ημέρα,
έναν υιό μονάκριβο, αλλά του ήλθε σφαίρα
στο στήθος κι έπεσε νεκρός, χωρίς μιλιά να βγάλη,
π' όσοι τον είδαν έκλαιγαν, όλοι, μικροί-μεγάλοι,
αυτή μόνο δεν έκλαψε, ούτε τον ελυπήθη
και εις αυτάς που κλαίγανε, τέτοια απολογήθη:
-"Μη κλαίτε και τον πόνο του καθένας σας ας πνίξη
κι εις τον εχθρό μια τουφεκιά, περσότερη ας ρίξη"!
Κι έπειτα σφίγγει τον νεκρό μέσα στην αγκαλιά της
και τέτοια λόγια του 'πενε η νέα Σπαρτιάτις:
-"Για τη Πατρίδα τη γλυκειά, σ' ανάθρεψα παιδί μου,
γιατί επήγες μάρτυρας, πήγαινε στην ευχή μου"!
Α! Δυστυχώς δεν βρίσκονται τώρα τέτοιαις μανάδες,
ούτε και δεν ευρίσκονται τέτοιοι πολεμιστάδες.
Αν εξετάσης σήμερον 'πο μια μεριά στην άλλη,
όλοι εκφυλιστήκαμε, όλοι, μικροί-μεγάλοι.
Σήμερον η αλήθεια ετάφη μες στο μνήμα
και βασιλεύει η ψευτιά, ο δόλος και το χρήμα.
Κι όσοι για πατριωτισμό σήμερα ομιλούνε,
τους θεωρούνε για τρελλούς και τους περιφρονούνε.
Α! Ζούμε χρόνους άδοξους, καιρούς καταραμένους,
πλην, μην απελπιζώμεθα Έλληνες κι Ελληνίδες
και Κρητικοί και Κρητικές, ας έχωμεν ελπίδες.
Ίσως η Νέα Γενεά μια μέρα καταφέρει,
την δόξα την προγονική για να επαναφέρη.

Φωτιά σκορπάει στους εχθρούς το σώμα του Καζάνη,
μα ο Μανώλης ο σπανός κι αυτός θαύματα κάνει.
Τα παληκάρια της Κριτσάς έφοδο κάνουν όλα,
έχοντες επικεφαλής τον Νικολή Τζαβόλα.
Ένας Λουλάκης, ήρωας, Γιώργης από τ' Ασμάρι,
πληγώθηκε και έπεσε κάτω, σαν κυπαρίσσι
και τρέχει το κεφάλι του, ένας Αγάς να πάρη,
για να το πάη του Πασσά, να πάρη το μπαξίσι.
Στα χέρια των εβάλανε όλη την δύναμί των
κι οι δυο τραβήξαν τα σπαθιά, μα δεν το καταλάβαν
κι αντί να πάρη του Ρωμηού, ο Αγάς, την κεφαλή του,
επήρε τούτος του Αγά, τη ξυρισμένη γκλάβαν.
Ετότε εν τω μεταξύ, τρίτος Τούρκος προβάλλει
και καταφέρνει μια σπαθιά του Γιώργη στο κεφάλι
κι έπεσε κάτω στη στιγμή κι οι Τούρκοι θα τον πέρναν,
αν άπο το αντικρυνό δεν τονε αβαρέρναν.
Και το σημάδι του 'μεινε τότε στη κεφαλή του,
γι' αυτό σπαθιάς ελέγετο εις όλη τη ζωή του.
Ο Φουσκογιώργης Γιανναδάς** κι ο Γιάννης του Κουτσούρη,
σχεδόν εκαταστρέψανε ολόκληρο ταμπούρι.
Κι ο Μουρελομανώλης μας, θάρρος μεγάλο δίδει
στους Χριστιανούς που πολεμούν, μα τους εχθρούς νεκρώνει,
γιατί τη σφαίρα την περνά κι από το δακτυλίδι
και κάθε μιά του τουφεκιά κι έναν εχθρό ξαπλώνει.
Εκεί κορμιά που κοίτωνται στο αίμα και γογγύζουν
κι άλλους επάνω στοις πληγαίς που έχουνε, ν' αγγίζουν.
Ω Θέ μου! Δυο παιδιά, στο αίμα των επάνω
και το 'να στ' άλλο λέγουνε: -"Αδέλφι, θ' αποθάνω".
Κυττάτ' ένα παληκαρά πεσμένο πάρα πέρα,
όπου βαστά στα χέρια του μια Τούρκικη παντιέρα,
γιατί τον Τούρκο σκότωσε που λένε Μπαϊρακτάρη
κι άφοβα τη σημαία του πήρε, σαν παληκάρι.
-"Πεθαίνω αδέλφια", έλεγε, "μα όμως δεν με γνοιάζει,
σαν έκανα το χρέος μου, χάρο ποιός λογαριάζει".
Κυττάτε κει πως εφορμούν Γενίτσαροι και Τούρκοι,
ολόκληρο μπουλούκι.
Μα κι οι παληκαράδες μας αντεφορμούν κι εκείνοι,
με γιαταγάνια κοφτερά και βροντερά τουφέκια
κι από το αίμα των εχθρών η γη κόκκινη 'γίνει
κι οι Χριστιανοί τους πήρανε άρματα και φουσέκια.

Κι ο γέρων ο Πρωτόπαππας στέκει κι αυτός παρέκει,
με το 'να χέρι στον σταυρό και τ' άλλο στο τουφέκι.
Τον έβλεπεν η κόρη του μα δε μπορά μιλήσει,
για να μη τη γνωρίση.
Όμως σαν είδε μια στιγμή τον άπιστο Ομέρη,
που 'σφαξε τη μητέρα της πάνω στα γόνατά της.
έτρεξε κατά πάνω του με το σπαθί στο χέρι,
δεν βάσταξε να τον θωρή η δυνατή καρδιά της.
Κι αυτός το γιαταγάνι του σύρνει απ' το θηκάρι:
-"Τώρα θα δης ωρέ γκιαούρ με ποιον έχεις να κάνης"!
Μα το κεφάλι τ' ο σπανός κατόρθωσε να πάρη.
-"Ζήσε Σπανομανώλη μου!" φωνάζει ο Καζάνης.
Τότε ορμούν επάνω του ως ογδομήντα Τούρκοι,
όλοι Βασιβουζούκοι,
μ' απόφασι την κεφαλή να πάρουν του Ομέρη,
απ' του σπανού το χέρι.
Τούρκοι-Ρωμηοί επιάστηκαν αμέσως εις τα χέρια
κι επελεκούσαν τα σπαθιά κι εκόβαν τα μαχαίρια.
Ο εις τ' αλλού τα κρέατα ωσάν θεριά ξεσχίζαν
και σαν καμπάνες τα σπαθιά γροικάς και ντιντινίζαν.
Το αίμα άρχισε στη γη, ξαναπαρχής να τρέξη΄,
πέφτουνε Τούρκοι είκοσι και Χριστιανοί πεντ-έξι.
Πέρνει ο Μανώλης μια σπαθιά στα τιμημένα στήθεια,
ήλθε ο καιρός δια να βγη στο φανερό η αλήθεια.
Έκλινε 'πο τους πόνους του, να πέση εις το χώμα
κι έπειτα σύρνει μια φωνή τ' αγγελικό του στόμα.
Φωνή, που θάρρος έδιδε μα 'τον γεμάτη θρήνος,
είπεν ότ' είπεν ακριβώς, ο Μέγας Κωνσταντίνος:
-"Δεν είνε δω Χριστιανοί, κανένα παληκάρι,
να πάρη το κεφάλι μου, Τούρκος να μη το πάρη";
Φωνάζει ο πατέρας της: -"Θάρρος βρε παληκάρι
και δεν θ' αφήσωμεν εμείς Τούρκος για να σε πάρη".
Οι Τούρκοι πλέον πολεμούν μ' απελπισιάν και λύσσαν,
αλλ' όμως -δόξα τω Θεώ- οι Χριστιανοί νικήσαν.
Όμως και ο Πρωτόπαππας στο χέρι επληγώθη
κι από το αίμα που 'τρεχε απ' τη πληγή, λιγώθη.
Ω! Τί ωραίο κι ένδοξο και μέγα πανηγύρι!
Όλοι επολεμήσανε απ' το πρωί ως το βράδυ.
Ο Χάρος κέρνα τακτικά, θάνατο στο ποτήρι
κι αγκαλιασμένες η ψυχές πηγαίνανε στον 'Αδη.
Κι οι Τούρκοι έστω και πολλοί, την έπαθαν και πάλι
και νικημένοι φύγανε και με φθορά μεγάλη.

Την νύκταν όμως σκέφθηκαν όλ' οι καπεταναίοι
κι ένας γυρίζει στους λοιπούς με πόνο και τους λέει:
-"Φρονώ δεν είνε πλιά καιρός, εδώ για να σταθούμε,
διότι τα φουσέκια μας όλα εξαντληθήκαν.
Κι αφού μας λείπουνε αυτά πώς θε να πολεμούμε";
Κι οι άλλοι που τ' αγροίκησαν πολύ ελυπηθήκαν.
Πράγματι μόλις είχανε καθένας των πεντ-έξι
φουσέκια για να παίξη.
Και κατ' ανάγκην όλοι των τη γνώμη τ' ασπασθήκαν
και φύγαν από την Κριτσά κι έρημη την αφήκαν!
Αμέσως, την επαύριον σαν το 'μαθ' ο Χασάνης,
στέλνει ευθύς το ιππικό να δη αν αληθεύη,
γιατ' υποπτεύθη ένεδρα πως του 'χεν ο Καζάνης
και σαν εβεβαιώθηκεν άρχισε να χορεύη.
Πέρνει ευθύς τ' ασκέρια του και στην Κριτσά πηγαίνει
και σε δυο ώρες παντελώς την είχενε καϋμένη!
Μα μ' όλα τούτα που 'γιναν και πάλιν εφοβήθη,
μη δυναμώσουν οι Ρωμηοί και 'ρθουν απ' το Λασήθι.
Και λέγει στο Γιαβέρι του: -"Ευθύς-ευθύς προχώρει"!
Και φτάνει με τ' ασκέρι του, βράδυ στο Νεοχώρι.
Πρώτη δουλειά σαν έφθασε, που έκαμε μεγάλη,
του Νικολάου του Ζερβού, το πτώμα για να βγάλη,
από τον τάφο άλυωτο κι αντίκρυ να το στήση
και διάταξ' όλο το στρατό να το πυροβολήση
κι αυτός αντίκρυ έστεκε κι εχόρευε κι εγέλα
και εις το πτώμα έλεγε: -"Ζερβονικόλα έλα,
έλα να πολεμήσωμεν αν είσαι παληκάρι
και δε τραβάς πλιά το σπαθί μες από το θηκάρι"!
Και μ' ένα ξύλινο σπαθί και ξύλινο τουφέκι,
τον άφησε προς εμπαιγμό τρεις μέραις για να στέκη!
Τώρα, ας παρατήσωμε τ' ασκέρι του Χασάνη,
να πάμε στη Ροδάνθη μας, να δούμε τι 'ποκάνη.

Σαν έφυγεν απ' την Κριτσά, εμαζωχθήκαν πάλι,
όλοι, μικροί-μεγάλοι,
τους πληγωμένους προσπαθούν δια να τους ιατρέψουν,
πριν αγριέψουν η πληγαίς και να χειροτερέψουν.
Φέρνουν και τον Πρωτόπαππα, απ' της Κριτσάς τα όρη,
και τον Μανώλη τον σπανό στο σπήτι του τον πάνε.
Και που να 'ξερ' ο άμοιρος πως είν' δική του κόρη
και πως μια μέρα τα σκυλιά ήθελε να τους φάνε.
Καλούνε ένα πρακτικό γιατρό, τον Μπαρμπαγιάννη,
που έκανε για ταις πληγαίς μοναδικό βοτάνι.
Πλύνει το χέρι του Παππά κι έπειτα του το δένει,
κατόπιν πάει τη πληγή να σιάξη του Μανώλη,
μα ξάφνου αποστάθηκε με όψι τρομαγμένη,
που υποψιασθήκανε, μικροί-μεγάλοι, όλοι.
-"Γιατρέ, τί τρέχει;" τον ρωτούν κι αυτός λέει: -"Παιδιά μου,
αυτής της νέας η πληγή, δεν είν' εμέ δουλειά μου"!
Και ο γιατρός τα σάστισε, δεν μπόρειε να μιλήση
κι ο πληγωμένος μεταξύ, είχε λιποθυμήσει.
'Αμα συνήλθε ο γιατρός με μάτια βουρκωμένα
λέει στο πλήθος του λαού: -"Αυτή είνε παρθένα".
Ανοίγουνε το στήθος της όσαις νοικοκεράδες
έτυχε να βρεθούν εκεί, της βγάνουν τους κοψάδες.
Παρατητά την ο γιατρός κι άρχισε να δακρύση,
κουνώντας το κεφάλι του μ' απελπισιά μεγάλη
και λέγει: -"Τότε μοναχά η κόρη αυτή θα ζήση,
αν ο Μεγαλοδύναμος, το χέρι του θα βάλη"!
Με το μπαμπάκι η κοπελλιές σπογγίζουν το βυζί της,
που περασμένο το σπαθί, είχενε πέρα-πέρα
κι η κόρη ξεζαλίσθηκε κι ήλθε στην αίσθησί της
κι αρχίνησε και φώναζε: -"Πατέρα μου... Πατέρα!
Δε με γνωρίζεις τη φτωχή, πού 'συρα τόσα πάθη;
Εγώ 'μαι θυγατέρα σου, εγώ 'μαι η Ροδάνθη.
Πατέρα, που 'ναι οι καιροί εκείν' οι περασμένοι,
όπου με πήγες μόνος σου εις τη Φανερωμένη";
Αχ! Ο παππάς τα σάστισε, δε ξεύρη τι να είπη,
είχε καϋμό, συγκίνηση, φόβο, χαρά και λύπη.
Πάει, κυττάζει μόνος του, της κόρης του τα στήθια
και σαν εβεβαιώθηκε πως ήσαν όλ' αλήθεια,
σύρνει έν' αναστεναγμό απ' της καρδιάς τα βάθη
κι εφώναζε: -"Αγαπητή κοπέλλα μου, Ροδάνθη"!
'Αλλο δεν πρόφθασε να πη και πίπτει ξαπλωμένος
και λιποθυμημένος.
Αλλά και την Ροδάνθη μας πιάνουν σπασμοί και πόνοι
κι άρχισε να μαραίνεται και να απονεκρώνη.

Σαν αστραπή ή είδησις εδώ κι εκεί εχύθη,
πως κείνος που πληγώθηκε στη μάχη, εις τα στήθη,
απ' του απίστου Οθωμανού την άγρια μαχαίρα,
πως είνε του Πρωτόπαππα, η μορφοθυγατέρα!
Τρέχουν οι φιλενάδες της και τη περικυκλώνουν,
της ομιλούν μα δε μιλεί κι αυταίς αναδακρυώνουν.
Τρέχουνε ξένοι και δικοί με άγιο καρδιοκτύπι
κι ακόμη απ' τα περίχωρα, ο κόσμος το 'χει μάθει,
αυτός που δεν εγίνηκε πόλεμος και να λείπη,
πως ήταν του Πρωτόπαππα η κόρη, η Ροδάνθη.
Ήλπιζαν να γενή καλά και από την χαρά των,
έτρεχαν απ' τα μάτια των, βροχή, τα δάκρυά των.
Με το να βγάλη η Κριτσά μια τέτοιαν ηρωίδα,
που 'τον τιμή και καύχημα και δόξα στην Πατρίδα.
Μια πρωτοθειά της 'κάθετο εις το προσκέφαλό της
και τον ιδρώτα σπόγγιζε από το πρόσωπό της.
Έξαφνα ξεζαλίστηκε, δείχνει πως αντρειεύει,
να σηκωθή γυρεύει,
μ' αμέσως πάλιν έπεσε κι οι παρεστώτες κλαίνε
και πως θα τη γλυτώσουνε, πολλά πράγματα λένε.
Κι αρχίζει να παραμιλή με σφαλικτά τα μάτια
-αχ δεν λαμποκοπούν σαν πριν, τα λαμπερά διαμάντια-
και με φωνήν αδύναμη, αρχίνησε να λέη,
που ο καθείς που τη γροικά, ωσάν τον Πέτρο κλαίη:
-"Πατέρα, τί γυρεύουνε εδώ στο σπήτι, όλοι,
όσοι επέσαν μάρτυρες απ' των εχθρών το βόλι;
Πατέρα μου, δε μου μιλάς; Πού βρίσκομαι; Τί κάνεις;
Να! ο Ζερβονικόλας μας και ο Δασκαλογιάννης!
Ο Διάκος Αθανάσιος κι ο Ρήγας ο Φερραίος!
Αγαπητέ πατέρα μου, πώς ήλθεν η μητέρα,
εδώ, στο σπήτι πέρα;
Για κύττα τη πως μας κυττά, με μάτια βουρκωμένα,
εσένα και εμένα!
Τα Χερουβείμ και Σεραφείμ, με τους λοιπούς αγγέλους,
τί θέλουν επιτέλους;
Γιατί βαστούνε φωτεινά, μαρτυρικά στεφάνια,
με θεία περηφάνεια;
Ποιούς θε να στεφανώσουνε, πατέρα μου, γνωρίζεις;
Πες μου και μη δακρύζεις.
Για κύτταξε πατέρα μου, αυτό τον καβαλλάρη,
που θέλει να με πάρη!
Είνε ο 'Αγιος Γεώργιος; Α! Δεν θα αποθάνω!
Στη σκλαβωμένη Κρήτη μας, δουλειά 'χω για να κάνω.
Θέλω ακόμα κάμποσους Τούρκους να ξετελειώσω,
στους αδελφούς μας Χριστιανούς, βοήθεια να δώσω.
Ποιοί είν' αυτοί που στέκονται τσ' αγγέλους αποπάνω;
Α! Ο Χριστός κι η Παναγιά! Θεέ μου, μη ποθάνω!
Χριστέ και Παναγία μου, λίγο καιρό ακόμα,
αφήστε με να ζήσω,
που να πατήσω λεύτερο, της Κρήτης μας το Χώμα
κι έπειτ' ας ξεψυχήσω"!
Τα μάτια της για μια στιγμή, μεσάνοιξε και πάλι
κι αμέσως περιέπεσε στη πρωτεινή της ζάλη.
-"Κριτσωτοπούλες μου καλαίς, γιατ' είστε δακρυσμέναις
και παραπονεμέναις;
Πώς έτυχε και γύρισα και πάλι στο χωριό σας,
αυτός είν' ο καϋμός σας;
Κι εσείς οι φιλενάδες μου, στα παιδικά μας χρόνια,
εαν σας δυσηρέστησα, τώρα ζητώ συγγνώμη.
Δε θα με συγχωρέσητε; Πιστεύω, τη συμπόνια
σε μένα για να δείξετε, λίγο καιρόν ακόμη
θα βρίσκωμε μαζύ με σας κι έπειτα θα μισέψω,
χωρίς να επιστρέψω!
Ψέμματα Καπετάνιε μου σου 'πα, συγχώρεσέ με.
Πεθαίνω, γλύτωσέ με!
Μισεύω Καπετάνιε μου, μα ζητώ μια χάρι:
Ενόσω βλέπεις τους εχθρούς, τους αδελφούς να σφάζουν,
τρέχε με θάρρος και καρδιά σα φοβερό λιοντάρι,
με τα λεβεντοπαίδια σου να 'πα τους λογαριάζουν.
Πατέρα, Καπετάνιο μου, δώστε μου την ευχή σας,
γιατί κι οι δυο με είχατε αγαπητό παιδί σας".
-"Σώπα παιδί μου και μη κλαις, όχι δεν θ' αποθάνης!"
με δάκρυα στους οφθαλμούς της λέγει ο Καζάνης.
"Ναι, δεν πεθαίνουνε ποτέ αυτοί που πολεμούνε,
για να λευτερωθούνε"!
Το χέρι της εσήκωσε όσο κι αν δεν μπορούσε
και τον σταυρό της έκαμε η εθνομάρτυς κόρη.
-"Έχετε 'γεια ψηλά βουνά, που νυχτοπερπατούσα,
όποταν ήμουν ζωντανή και Τούρκους πολεμούσα.
Έχ'τε υγείαν όλοι σας κι εύχομαι κι έχω ελπίδα,
ότι πηγαίνω στον Θεό ανέγγιχτη λαμπάδα
και πως θα δήτε καν εσείς ελεύθερη Πατρίδα
κι ελεύθερη και διάπλατη, τη Μάννα μας Ελλάδα.
Πατέρα μου το χέρι σου δώσ' μου να στο φιλήσω
και σύ πατέρα δεύτερε, πριχού να ξεψυχήσω!
Ποιός είν' αυτός που με πατεί με τα χρυσά φτερά του;
Ο Μι-χα-ήλ Αρ-χάγγε-λος ξέ-συ-ρε πά-ρα πέ-ρα"!
Κι αμέσως την κατέβαλε ο ρόγχος του θανάτου!
Θεέ μου! Τί συγκίνησι! Τί μαυρισμένη μέρα!
Ελπίς πλέον δεν έμεινε, η κόρη θ' αποθάνη,
με το μπαμπάκι το νερό, μια πρωτοθειά της βάνει.
Περίλυποι τριγύρω της στέκουν οι χωριανοί της,
την ώρα που παρέδιδε στον Πλάστη τη ψυχή της.
Και τη στιγμή που 'πρόκειτο δια να αποθάνη,
ένα χαμόγελο Θεού στα χείλη της εφάνη.
Στα μάτια της επρόβαλε το δάκρυ του θανάτου
κι ο άτυχος πατέρας της τραβούσε τα μαλλιά του.
Η κόρη ανοίγει σαν πουλί, τ' αγγελικό της στόμα
και η ψυχή της πέταξε για τ' ουρανού το δώμα!

Καλούν αμέσως τον παππά, βάνουνε το λιβάνι
και μια ξαδέλφη της, Λενιώ, φωνή με κλάμα βάνει:
-"Αχ! εξαδέλφη μου καλή, που 'σουνε καύχημά μας,
γιατί μας το 'καμες αυτό κι έκοψες τη καρδιά μας;
Χρυσό στολίδι της Κριτσάς κι ατίμητο πετράδι,
της Κρήτης όλης καύχημα, γιατί να πας στον 'Αδη;
Φέρτε λουλούδια του βουνού κι απ' τα περβόλια τ' άνθη,
να πλέξωμ' ένα στέφανο σήμερο, στη Ροδάνθη.
Στέφανο δόξης και τιμής, μαρτυρικό στεφάνι,
π' όποιος για τη πατρίδα του πέσει μόνο, το βάνει.
Γεμίσετε νερατοανθούς, ένα προσκεφαλάδι,
για ν' αναπαύσετ' ήσυχα, στον μαυρισμένον 'Αδη.
Στρώσετε στρώμα μαλακό, για να γλυκοκοιμάται,
γιατ' είνε ξένη κι ορφανή, να μη παραπονάται.
Γιατί; Γιατί δε μας μιλάς, γλυκόφωτο αστέρι;
Για πες μας πώς εχλώμιασες έτσι σαν νεκροκέρι;
Αχ! Εξαδέλφη μου γλυκειά, ποιό άχαρο μαχαίρι,
επήρ' ο Χάρος κι έκοψε της νιότης του το νήμα;
Ποιό μαύρο χέρι άπλωσε και σ' έσβησεν αστέρι;
Ποιά μαύρα νειάτα έπεμψε σ' αραχνιασμένο μνήμα;
'Αραγε ξεύρ' η μάννα σου ψυχή μου αγιασμένη,
ότι θα πας να την ευρής, για να σε περιμένη;
Αχ! Πού να βρω τ' αθάνατο νερό να σε ποτίσω;
Πέστε μου σεις, ποιός το κρατεί, όρη βουνά και δάση;
Κανείς δε μ' αποκρίνεται; Και πώς θα σ' αναστήσω;
Απ' τον καϋμό το στήθος μου πηγαίνει για να σπάση"!
Τότε σηκώνεται μια γρηά και λέγει στην Ελένη,
με μιαν αδύναμη φωνή και συγκεκινημένη:
-"Σώπα παιδί μου, σώπασε, μη κάνεις να θρηνάται
κι αυτή η πέτρα η σκληρή, με τα πικρά σου λόγια.
Μην κλαίεις έναν άγγελο, οπού γλυκοκοιμάται.
Στον άγγελο δεν πρέπουνε θανάτου μοιρολόγια.
Μη πης, μη πης πως πέθανε, πώς είν' αποθαμένη,
μον πες πως είνε άγγελος, στους ουρανούς πηγαίνει".
Αυτά και περισσότερα στη πεθαμένη λένε,
που όσοι τα γροικούσανε, αρχίναγαν να κλαίνε.
Κλαίν' η Κριτσωτοπούλες μας, τη φιλενάδισσά των,
με πόνο και συγκίνησι, μες από τη καρδιά των.
Φωνάζει κι ο πατέρας της: -"Παιδί μου αγαπημένο,
με μέλι και με ζάχαρι, που σ' είχ' αναθρεμμένο.
Που σ' έβλεπα να κοιμηθής και πάλι να ξυπνήσης,
τώρα γιατί 'σαι άπονη και φεύγεις, να μ' αφήσης;
Μα και να φύγης κόρη μου, εγώ δεν θα σ' αφήσω,
όπου κι αν πας κοπέλλα μου, θα σε ακολουθήσω.
Κύτταξε τα κλεφτόπουλα, που γύριζες αντάμα,
πώς σε κυττάζουν με καϋμό, μ' αγώνα και με κλάμμα!
Γιατί παιδί μου σήμερον να φύγης να τ' αφήσης;
'Ανοιξ' το ζαχαρένιο σου στόμα, να τους μιλήσης"!
Αυτά μόλις επρόφθασε δια να ξεφωνίση
κι έπειτα έγειρε στη γη σα να λιποθυμήση.
Έξαφν' ακούεται φωνή και σύγχησι και θρήνος:
-"Απέθανε! Ναι, πράγματι! Απέθανε κι εκείνος"!
Φέρνουν δυο νεκροκράββατα και τους τοποθετούνε
κι έπειτα όλοι με καϋμό και κλάμμα ξεκινούνε.
Κριτσωτοπούλες τέσσερες, ανέγγιχτες, παρθένες,
σηκώνουν τη Ροδάνθη μας, κλιτές και λυπημένες.
Τον γέροντα σηκώσανε, πάλ' οι Καπεταναίοι!
Αχ! Τέτοιο δράμα να θωρή κανείς, πώς να μη κλαίη;
Βαρειά-βαρειά και πένθιμα κτυπά το σημαντήρι,
παππάδες ψάλλουν θλιβερά με τόσας μελωδίας
και πέρνουνε τα λείψανα και παν' στο Μοναστήρι
και έληξε ο επίλογος αυτής της τραγωδίας.
Της παππαδιάς ανοίξανε τον τάφο και τους 'θάψαν
και αποπάνω ύστερα, στη πλάκα των, εγράψαν:

"Τρία κορμιά κοιμούνται 'δω, που μέσα σ' ένα χρόνο,
εχύσανε το αίμα των, για πίστι και πατρίδα,
που δεν βαστούσαν της σκλαβιάς τον θεριωμένο πόνο:
μάννα, πατέρας και αγνή, αθώα κορασίδα"!

Δεν υπάρχουν σχόλια: