Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

Η μέλισσα στο λόγο του Νίκου Καζαντζάκη

 Η μέλισσα που εμπνέει ,που αποτυπώνεται στη γραφή του Νίκου Καζαντζάκη άλλοτε αλληγορικά ,άλλοτε για να περιγράψει την αγωνία της ανθρώπινης ψυχής, άλλοτε σαν εικόνα γεμάτη φως , βουητό, χρώματα και μυρωδιές .



"Σαν την μέλισσα την εργατική και την στείρα , ήμουν κλεισμένος στην καρδιά μου , με τα φτερά μαζεμένα , νηστικός και τρεμάμενος κι οληνυχτίς σφυρηλατούσα με την πιο πολύτιμη μου ουσία τις βασιλικές κούνιες τεράστιες , για να χωρέσουν τον θεϊκό γόνο και τριγύρα τους συγκολλούσα αρίφνητα και ταπεινά κελιά του στείρου λαού. Κι όλο το ανθρώπινο φρασκί φάνταζε σαν το θρυλικό δελφικό ναό του Απόλλωνα , καμωμένος αλάκερο από κερί και φτερούγες.
Κι έτρεμα , για΄τι τα λουλούδια μαραινόνταν κι ο ήλιος γιόμιζε σύννεφα κι ο γάμος αργούσε.
Μα όπως ξαφνικά στην πυρά του μεσημεριού κατεβαίνει απ' το λευκό φλεγόμενο ύψος η βασιλομάνα , με το κοντάρι του έρωτα βυθισμένο ακόμα στην πρόσβαρη κοιλιά , κι οι μέλισσες ορμούν και οσμίζουνται απάνου στο χνουδωτό , σπαραζόμενο κορμί τη σωτηρία."
.............................
"Θυμούμαι όταν σύρθηκα πρώτη φορά στο κατώφλι κι έσκυψα στην αυλή ,στο μικρό περιβόλι : μεσημέρι , όλος ο αέρας βούιζε, μέλισσες πολύ μεγάλες , σαν άγγελοι , πήγαιναν και μιλούσανε στα λουλούδια , και ζάλη με κυρίεψε , γιομάτη βουή , μυρωδιά , φως κάματο."
......................
"Όλος ο κόσμος , μια Τροία που καίγεται για το χατίρι του Ομήρου. Την Ελένη , σαν την βασιλομάνα του μελισσιού , την ακλούθησαν , όταν έπαιζε και πετούσε στο ήλιο , χιλιάδες μνηστήρες . Μα ένας μονάχα , ο θείος Κηφήνας , Ο Ποιητής , την έκαμε δική του στον αιώνα!"
................................
"Στίχε γαμπρέ , χιλιόματε κηφήνα, που αρπάς και κουβαλάς μες στου περίσσου του γήλιου φως τη μέλισσα αρχηγίνα, η χνουδωτή ζωή η βασιλομάνα παραπονιάρα βόγκει, κι όλο πείνα σε ακαρτεράει να τηνε κάμεις μάνα!" ................ "Χιλιοτριαντάφυλλο ο ουρανός , κι οι αγγέλοι τρυγούν , αργατικοί σα τα μελίσσια , της σκοτεινής αθανασίας το μέλι." ................... "Η σκοτεινή μου χάρηκε λαμπήθρα σε άγριο γκρεμό ,μια νύχτα στο φεγγάρι, κατάβαρη να στάζει αργά κερήθρα." ................................. "Μέθυσε ο νους ,οι κόρφοι ανθούν οι στείροι , πια δεν μπορώ να περπατώ , κρεμιούμε σαν μέλισσα τ΄ανάσκελα στον κλώνο τον ανθισμένο του θεού και σειούμε!"
Αποσπάσματα από τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη "Συμπόσιον" και "Τερσίνες"

"Άπλωσα τα χέρια μου και γέμισαν οι φούχκτες μου φεγγάρι ' ένα φεγγάρι πηχτό , γλυκό , σαν μέλι."

Από το βιβλίο ο φτωχούλης του Θεού



Θα δούμε  , μερικά αποσπάσματα που αφορούν  την΄" Μεγάλη αγάπη" την Μέλισσα αλλά και  μια άλλη Μεγάλη και σπουδαία αγάπη τον Νίκο Καζαντζάκη , για το πως βλέπει την μέλισσα μέσα στο έργο ζωής του, την Οδύσεια , με ένα σίγμα, έτσι όπως ήθελε να γράφεται ο ίδιος για να ξεχωρίζει από αυτή του Ομήρου.






«Πρέπει να φροντίσω το κορμί μου, αλλιώς αυτό το έργο θα με ρίξει καταγής», έγραψε για την ΟΔΥΣΕΙΑ του των 33.333 στίχων ο Νίκος Καζαντζάκης (το 3 ήταν ένα αριθμός σύμβολο για τον ίδιο ) 24 ραψωδίες, δεκατρία χρόνια  βασανιστικής δουλειάς ,15.000 ώρες, τουλάχιστον, αφιέρωσε στις 8 αναθεωρημένες  γραφές της . Ένα έργο επικό που μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτό του Ομήρου και αποτελεί την συνέχεια της ,αφηγείται τις περιπέτειες και τα ταξίδια του Οδυσσέα αφ’ ότου επέστρεψε στην Ιθάκη, και μετά έφυγε ξανά, μέχρι τον θάνατό του στον Νότιο Παγωμένο Ωκεανό.


 Το πνεύμα και το ποιητικό ταλέντο του Καζαντζάκη Μας ρέει αχαλίνωτο , ατίθασο , θαρραλέο μέσα σε αυτό το μεγαλειώδες  ποίημα , ο κάθε στίχος του και  μια πανέμορφη εικόνα  , αλλά  παράλληλα ένας ύμνος προς τον άνθρωπο και ένα τεράστιο βήμα προς την λευτεριά, που τόσο αναζητούσε σε όλη του την ζωή.  

Εδώ είναι μερικοί στίχοι από την Οδύσεια που αναφέρονται με κάποιο τρόπο στις μέλισσες και το μέλι και πιστεύω οι φίλοι μελισσοκόμοι  να τους εκτιμήσουν ιδιαιτέρως.


σφαλνού οι τεχνίτες τ’ αργαστήρια τους, και κλωθανηφορίζουν
απ’ του γιαλού τα καπελειά τρεκλίζοντας οι λαμνοκόποι.
Με βουή στην αγορά τσαμπιά τσαμπιά σμαριάζουν, ως μελίσσια
που δουν ζωνόσβουρο μες στο φρασκί να μελοδιαγουμίζει. 
.............................
Πηδούν τα φρύδια, αστραποκύκλωσαν το γαγλωτό ταξίδι·
όλα τα κύματα βροντοχτυπούν τους μέλιγγους, κι ανθίσαν
οι αγράμπελες, τα μελισσόχορτα στης Καλυψώς το σπήλιο·
και χύθηκαν στης Κίρκης τον παστό τα κεχριμπάρια ως μέλι. 
...................
Μα ως του χλοερού βουνού του χτύπησε το αγέρι, αναγκαρδιώθη·
τα σπάρτα ευώδιαζαν, οι μέλισσες τη νια βοσκούσαν θρούμπα,
τα χελιδόνια σπάθιζαν το φως, κι η κάτασπρη κοιλιά τους 
....................
και ριζοσκέλωνε ο θρασός κισσός στις πετροχαραμάδες·
γλύκα πολλή, ευωδιά, αναγάλλιαση, κι οι μέλισσες βούιζαν,
και στρώνουνταν, αστροφεγγιά της γης, το φτωχοχαμομήλι. 

..................
τ’ αρματωμένα ζούδια χώνουνταν κουρσάροι στα πρωτάνθια
του μυρισμένου χρουσασπάλαθου, του αγόγλωσσου, της θρούμπας. 

.................................
Του γέροντα βουλιάξα οι μέλιγγοι, σφαλνάει τα βλέφαρα του·
σα μελισσιού γλυκιά βουή μακριά στον ανθισμένο κάμπο,
που όλο αλαργαίνει, σβει και χάνεται, του φάνηκε η ζωή του·
κι αυτός σα μέλισσος, ανάσκελα, χωρίς κεντρί, πεθαίνει. 

μελίσσια βογκερά τα λόγια του γιομάτα οσκρό και μέλι,
και συνορίζουνταν μες στο φρασκί ποιο να πρωτοπετάξει· 
Φέγγουν θαμπά τα ολάνθιστα δεντρά καταχνοπεπλωμένα
κι οι μέλισσες απάνω τους χιμούν κι όλα τα κλώνια σειούνται·

........................................
βαθύ καράβι με άλικα πανιά, να το φορτώσουν στάρι
και πήλινα δοχειά λιαστό κρασί, χαλκωματένια μέλι·
....................................
«Εμείς οργώνουμε και σπέρνουμε, θερίζουμε, λιχνούμε,
εμείς γεννούμε αρσενικά παιδιά, κι εμάς το στάρι πρέπει·
ντροπή, μωρέ, οι χοντρόκωλοι να τρων του σμηναριού το μέλι!» 
.........................................
Πετιέται ευτύς ορθός, χαμογελάει, καλόνειρο σα να ’δε·
μα όλα τα θάματα τ’ αστόχησε της ανθισμένης νύχτας
και μοναχά στο σπλάχνο αποκρατάει το ανάριο μέλι ακόμα.
..................................
«Μέλι πιθώστε, προσφορές στον αγαθό θεό, το Γέλιο!

...........................
Τ’ αμπέλια μου μπορούν μες στο κρασί τον κάμπο να λιμνιάσουν,
κι οι ελιές μου θάλασσα, κι αρέσει μου τ’ ασημοκύματά τους
στα λιακωτά ν’ ακούω το δειλινό να με δροσαρμενίζουν·
κι ο γήλιος πιάνεται σα σηκωθούν στον κάμπο οι μέλισσές μου.»
........................
Ο βασιλιάς στον ίσκιο αναγερτός μελέταε αργά το μέλι,
το στάρι, το κρασί, το λιόλαδο της θηλυκοχρονιάς του·